Αγιονόρι Ορεινής Κορινθίας:  Οικογένεια και συγγένεια στον αγροτικό χώρο

Αγιονόρι Ορεινής Κορινθίας: Οικογένεια και συγγένεια στον αγροτικό χώρο

Σοφία Δασκαλοπούλου, (Ομοτ. Καθ.) Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας:

Παραπομπή ως: Δασκαλοπούλου, Σ. (2020). Αγιονόρι Ορεινής Κορινθίας: Οικογένεια και συγγένεια στον αγροτικό χώρο. Archive: monographs, σσ. 1–84. DOI: 10.5281/zenodo.4474313, ARK:/13960/t5w78qk9b

Abstract
The transition from the exotic to the familiar inevitably led European ethnologists and anthropologists of the second half of the 20th century to the need to apply (but also test) their epistemological concepts and tools in the historical space of rural societies, by giving priority and special importance in the “curious samples” of social organization and socio-cultural behaviors, which could then be detected among the so-called traditional societies.

Το πέρασμα από το εξωτικό στο οικείο, οδήγησε αναπόφευκτα τους Ευρωπαίους εθνολόγους και ανθρωπολόγους του 2ου μισού του 20ού αιώνα στην ανάγκη εφαρμογής (αλλά και δοκιμασίας) των επιστημολογικών τους εννοιών και εργαλείων στον ιστορικό χώρο των αγροτικών κοινωνιών, προσδίνοντας, όμως, προτεραιότητα και ιδιαίτερη βαρύτητα στα «αξιοπερίεργα δείγματα» κοινωνικής οργάνωσης και κοινωνικο-πολιτισμικών συμπεριφορών, που μπορούσαν τότε να ανιχνευθούν ανάμεσα στις ονομαζόμενες παραδοσιακές κοινωνίες.

Ο αγροτικός χώρος και οι ιδιαιτεροτητές του δεν αποτελούσαν βέβαια άγνωστο και άγραφο πεδίο, εφόσον υπήρχε ήδη συσσωρευμένος όγκος πληροφοριών από την ερευνητική δραστηριότητα των λαογράφων, διαλεκτολόγων, ιστορικών, δημογράφων, γεωγράφων, κλπ., καθώς και πληθώρα αρχειακών πηγών, που προσέδιδαν σημαντικότατο ιστορικό βάθος στην περιφερειακή επικράτεια. Αλλά η προσέγγιση ήταν που διέφερε, γιατί η εθνολογική και ανθρωπολογική σήμανση στόχευαν ειδικότερα στη μελέτη και ανάδειξη, με όλο και πιο λεπτομερείς έρευνες, όλων των πτυχών της κάθε μιας ξεχωριστής ανθρώπινης ομάδας, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη την ποικιλομορφία των κοινωνικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών της.

Έτσι, στη δεκαετία του ‘50, η στροφή της εθνολογίας οίκαδε φέρει στο προσκήνιο τις αγροτικές κοινότητες και καθιερώνει την «κοινοτική μονογραφία» ως το κατεξοχήν εργαλείο μελέτης των χωρικών κοινωνιών. Eιδικά δε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και για σχεδόν 30 χρόνια, μπορούμε να πούμε ότι ήταν η εποχή των μονογραφιών.

Η εξέλιξη αυτή φαίνεται να συνδέεται, αφενός, με τον μαρξισμό που, κατά κάποιο τρόπο, προσδιόρισε την ενότητα «χωριό» ως στάδιο της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας των ανθρώπινων κοινωνιών, αφετέρου, εναρμονίζεται με την ολιστική προσέγγιση που χαρακτηρίζει την αμερικανική πολιτισμική ανθρωπολογία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η μονογραφία γίνεται αυτοσκοπός, ενώ ο ερευνητής επιδιώκει την πληρότητα περισσότερο μέσα από τη λεπτομερή καταγραφή, παρά μέσα από την ερμηνεία των δεδομένων. Έτσι, η προσέγγιση γίνεται ολιστική και το εθνολογικό παράδειγμα οριοθετείται στην τοπική του διάσταση, πολύ πριν χρησιμεύσει στις συγκριτικές αναγωγές της ανθρωπολογικής θεώρησης.

Στον ευρωπαϊκό χώρο, τα χωριά ως κοινότητες μελετήθηκαν κυρίως μέσα από τη συγγένεια και τις δομές που διαμορφώνει στο πλαίσιο των σύνθετων κοινωνιών του δυτικού κόσμου. Στη συνέχεια, η αγροτική κοινότητα προσλαμβάνει έναν ακόμα επιθετικό προσδιορισμό και ορίζεται πλέον ως παραδοσιακή αγροτική κοινότητα. Οι παραδοσιακές κοινότητες συνδέονται με τη μεσαιωνική κοινωνία, ενώ το ιστορικό τους βάθος οριοθετείται από τις διασωζόμενες αρχειακές πηγές. Είναι προβιομηχανικές κοινωνίες στις οποίες, όταν αναπτύχθηκαν η γεωργία και η κτηνοτροφία, αυτές οι δυο οικονομικές δραστηριότητες έγιναν το θεμέλιο της κοινωνίας μέχρι και το πέρασμα στον καπιταλισμό.

Η μεταφορά της μονογραφίας στις δυτικές αγροτικές κοινότητες συνοδεύτηκε, επίσης, και από την διαμόρφωση της έννοιας του isolat culturel. Με άλλα λόγια, το «ιδανικό παράδειγμα» για έρευνα συνταυτίστηκε με την έννοια του «απομονωμένου πολιτισμικού πεδίου» (isolat culturel) δηλαδή του πεδίου εκείνου που, από μόνο του, μπορούσε να εγγυηθεί τις ιδανικές συνθήκες για μια ολιστική εθνογραφική και ανθρωπολογική προσέγγιση. Με άλλα λόγια, η αντίληψη, αλλά και η μέθοδος ανάλυσης και μελέτης της κάθε χωρικής ομάδας ως ένα σύνολο ανθρώπων που διαβιοί περιορισμένο σε δεδομένο πεδίο, σχεδόν απομονωμένο, αποκομένο από άλλα ανθρώπινα σύνολα, διαφορετικό από τον έξω κόσμο, αλλά και από τις γειτονικές χωρικές ομάδες, αποτέλεσε το κοινωνιολογικό αρχέτυπο της κλειστής και αυτάρκους κοινωνίας. Κατ’ επέκταση, ως πρώτη επιλογή για την εφαρμογή της ανθρωπολογικής μεθόδου στα νέα πεδία που προσφέρονται κοντά μας, αναδεικνύονται οι αγροτικές κοινωνίες που έχουν να παρουσιάσουν μια σχετική ανθεκτικότητα των παραδοσιακών δομών τους. Η έννοια της πολιτισμικής τους απομόνωσης σφυρηλατείται μέσα από την τεχνητή αποκοπή τους από την περιβάλλουσα εδαφική περιοχή και τη χωρική γειτνίαση, τη μοναδικοποίησή τους, με έμφαση στην προϋπόθεση της πολιτισμικής τους συνοχής.

Διαβάστε τη συνέχεια

© 2019 Σοφία Δασκαλοπούλου

Creative Commons License Licensed under a Creative Commons Attribution-ShareAlike 4.0 International License. Writers are the copyright holders of their work and have right to publish it elsewhere with any free or non free license they wish.

Comments are closed.