Λογοτέχνες και λογοτεχνήματα

Λογοτέχνες και λογοτεχνήματα

Ζ. Σιούλη Κατάκη, Δρ. Κοινωνικής Πολιτικής, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Παραπομπή ως: Σιούλη-Κατάκη, Ζ. (2015). Λογοτέχνες και λογοτεχνήματα. Archive, 11, σσ. 33–38. DOI:10.5281/zenodo.4498951, ARK:/13960/t7gr7b85f

Abstract
Writer’s ideology permeates the entire web of his literary works, giving them occasionally a different meaning. Political ideology is scattered in the works of G. Seferis, where deciphering of meanings is at least ambiguous. The same happens with Y. Ritsos with his careful transfer of personal experience to the public space. In the mid-1940s a new literary generation sprang up, especially polyphonic and multi-faceted. This generation, accepting the experiences of the war, especially the Occupation, the Civil War and the oppressive and cold war climate of the 1950s, appears politicized, more united and compact in expression, tone and themes. D. Hatzis and Al. Kotzias, inspired by contemporary problems and political events are quoted here.

Γ. Σεφέρης «Έγκωμη».
Ο Σεφέρης στα σαράντα περίπου χρόνια της ποιητικής του προσφοράς (1931-1971) διακρίθηκε αποσπώντας βραβεία, με κορυφαία διάκριση το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1963). Είναι γενικά αποδεκτό ότι, άνοιξε νέους δρόμους στη νεοελληνική ποίηση, απελευθερώνοντάς την από τα παραδοσιακά μέτρα εισάγοντας αναζωογονητικά στοιχεία. Τα χαρακτηριστικά της  μοντέρνας ποίησης, που εκφράζει η τέχνη του, είναι ο ελεύθερος στίχος, η ανάπτυξη της δραματικότητας και του καθημερινού λεξιλογίου σε αντίθεση με τη λυρικότητα και το ποιητικό λεξιλόγιο της παλιάς ποίησης. Ταυτόχρονα, μια εμφανής  σκοτεινότητα διανοητικής φύσης δυσκολεύει τον αναγνώστη στην αποκωδικοποίηση του νοήματος των ποιημάτων. Τέλος, νοήματα διαφορετικά, πλούσιες εικόνες και το «εμείς» σε αντιδιαστολή με το «εγώ» των προηγούμενων ποιητών αποτέλεσαν τα καινούργια στοιχεία που εγκαινίασαν την ποίηση της Γενιάς του ‘30, στην οποία ανήκει.

Το ποίημα «Έγκωμη» ανήκει στη συλλογή Το Ημερολόγιο του Καταστρώματος, Γ΄ (1955) με αρχικό τίτλο  Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν (στίχος από την Ελένη του Ευριπίδη) και είναι αφιερωμένο όπως και τα υπόλοιπα «Στον Κόσμο της Κύπρου, Μνήμη και Αγάπη»[1]. Ο Σεφέρης δανείζεται την ονομασία  του ποιήματός του από αρχαιολογικό χώρο του νησιού και πλέκει σκηνικό, το οποίο δεν είναι επινοημένο, αλλά πρόκειται για κατάθεση προσωπικής εμπειρίας του[2].

Συγκεκριμένα, ο αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο αναφέρεται σε μια αρχαιολογική ανασκαφή με  εμφανή στοιχεία της τους στίχους 2, 9-10. Το ποιητικό υποκείμενο δηλώνει την παρουσία του στο χώρο: «Κι εγώ προχώρεσα». Περπατά, κινείται, παρατηρεί τη φύση και τους ανθρώπους «γυναίκες κι άντρες» που εργάζονται στην ανασκαφή.  Το έργο επιτελείται με τη βοήθεια σκαπανών, που χειρίζονται οι εργάτες με ρυθμικό τόνο. Ο αφηγητής συνδέει αυτόν τον ρυθμικό τόνο  με τον «τροχό της μοίρας». Αυτός αποτελεί και το σύμβολο, τη δομική συσκευή του χρόνου,  που δίνει το έναυσμα να κινηθεί προς τα εμπρός ή προς τα πίσω με την  παράθεση γεγονότων σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.

Θεμελιακό ρόλο στο φαινόμενο διαδραματίζει ο στίχος 21 όπου ξαφνικά παγώνει ο χρόνος. Το ποιητικό υποκείμενο κοιτάζει τον «αιθέρα τ’ ουρανού» και είναι «θαμπωμένος». Παράγωγο στοιχείο είναι ότι,  βιώνει την έναρξη του ψυχολογικού χρόνου[3][3] του μεταφερόμενος σε εκστατική στιγμή. Σε αυτήν, η γοητευτική εργάτρια με τα γνήσια χαρακτηριστικά της Κύπριας: «μαύρα μαλλιά … φρύδια χελιδώνας» συγχέεται με το άγαλμα που στο «φως ανηφορίζει» και λαμβάνει το επίθετο της Παναγίας «οδηγήτρας». Την ώρα αυτή που σταματά ο χρόνος, ο αφηγητής, κλείνει τα μάτια  και αντιλαμβάνεται με τα εσωτερικά μάτια  έναν παραμυθητικό κόσμο (στιχ. 33-37). Ο ποιητής στο ποίημα ανοίγοντας ένα παράθυρο στο χρόνο  καθιστά τον κόσμο ενιαίο. Ο αναγνώστης μαζί του οδηγείται έξω από χρόνο, τόπο και εποχή. Σε αυτόν δύνανται να συνυπάρξουν ανόμοια πράγματα και πρόσωπα. Το μάρμαρο μπορεί να αναληφθεί, το αρχαίο άγαλμα να ταυτίζεται με την «οδηγήτρα», και να είναι παράλληλα «μάνα και βρέφος». Ο χώρος, επίσης, υφίσταται την επίδραση του ενιαίου χρόνου και αποκτά  υπερτοπικό χαρακτήρα: έτσι το άγαλμα που απεγκλωβίζεται μπορεί να είναι από οποιασδήποτε χώρας χώμα.

Η λήξη του ψυχολογικού χρόνου σηματοδοτείται στους στίχους 45-47. Ο κόσμος του ποιητικού υποκειμένου επανέρχεται. Όμως, το διάλειμμα στο χρόνο  έχει χαρίσει στον ποιητή μια οραματική αντίληψη του κόσμου. Η μόλις προηγούμενη αποστασιοποίησή του από την πραγματικότητα αντικαθίσταται από την αντίληψη των επερχόμενων δεινών της Κύπρου. Το λιγοστό χορτάρι και τα αγκάθια που απλώς συμπληρώνουν το τοπίο στον  5ο στίχο θα αποκτήσουν νέο ρόλο  στον 52ο. Το κυπριακό τοπίο παρουσιάζεται να δονείται στην κινούμενη ιστορικότητα του χώρου (στιχ.48) καθώς  μπερδεύεται με παραδόσεις του παρελθόντος. Με τις αναφορές αυτές ο ποιητής  προσπαθεί να συνταυτίσει το παρελθόν, το παρόν και ίσως να προμηνύσει το μέλλον[4].  Έτσι, και στους στίχους 25-30 η ανάληψη του αγάλματος, ως άλλος αναγεννώμενος Φοίνικας, ίσως, προμηνύει την αναγέννηση της Κύπρου, προς μια αισιόδοξη πορεία.  Η λειτουργία των συμβόλων (στιχ. 52-53) είναι εμφανής εφόσον δανείζεται από τη βίβλο στοιχεία  που υπαινίσσονται τη σταύρωση και το προπατορικό αμάρτημα[5].  Έτσι, αναφέρεται το «λιγοστό χορτάρι και τα’ αγκάθια … ένα φίδι» στοιχεία που μπορούν να εκληφθούν ως  νύξεις ενδεχόμενης καταστροφής[6].

Γ. Ρίτσος- «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις»
Ο  όγκος της πενηντάχρονης σχεδόν ποιητικής παραγωγής του Ρίτσου οφείλεται καταρχήν στην πίστη του για το χρέος του πολίτη να εργάζεται και να παράγει συνεχώς, αλλά και στην απόρριψη από τον ίδιο της ιδιοκτησίας, ακόμη και στο ποιητικό έργο[7]. Ο Ρίτσος θεωρείται λαϊκός ποιητής και ο αυθορμητισμός του στην ποίηση γίνεται με συντηρητικό –ελεγχόμενο θα λέγαμε- τρόπο, αντίθετα από νεότερους ποιητές που προκαλούν και  προσβάλουν τη δημόσια ευαισθησία με την ωμή παράθεση του ιδιωτικού τους βιώματος. Στα βήματα του Καβάφη και του Σεφέρη, ο Ρίτσος, για την απόδοση της ιδιωτικής του εμπειρίας, ελέγχει πρωτίστως την ποιητική ισχύ και μετά  την οδηγεί στον δημόσιο χώρο[8].

Αναλύοντας το ποίημα «Έγκωμη» του Σεφέρη αποκομίσαμε τη στοχαστική ελληνοκεντρική διάθεση  του ποιητή (μια σταθερά της γενιάς του ‘30 με διάφορες εκφάνσεις) για τις ιστορικές περιπέτειες του ελληνισμού, πλην όμως στο ποίημα δεν αναφέρθηκαν ταξικές περιγραφές και το λαϊκό στρώμα το οποίο αναδεικνύονταν  ήταν κοινωνικά απροσδιόριστο.  Μια ουσιαστική διαφορά στην ποίηση του Ρίτσου, από αυτήν του Σεφέρη είναι ότι ο Ρίτσος πιστεύοντας στην αξία της  ταξικής περιγραφής χρησιμοποιεί στα ποιήματά του λεκτικά σχήματα, εργαλεία[9] από τον καθημερινό εργατικό και μικροαστικό βίο της σύγχρονης ελληνικής πόλης. Στο ολιγόστιχο[10] ποίημα «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαίς»[11] ο «σουγιάς» και  «το λουρί» μπορούν να θεωρηθούν τα σύνεργα στα οποία αντιστέκεται ο λαός που θέλει να ζήσει ελεύθερα. Οι παροιμιώδεις λαϊκές εκφράσεις «το μαχαίρι στο κόκαλο, μας σέρνουν με το καπίστρι» θυμίζουν αυτές του Ρίτσου και μπορούν να συνταυτιστούν με τη λαϊκή παράδοση.

Στο επίπεδο εκφοράς παραδοσιακού ποιήματος, στα βήματα δημοτικού τραγουδιού, ο ποιητής, χρησιμοποιεί δεκαπεντασύλλαβο για να δηλώσει τη συνέχεια στο χρόνο του ελληνισμού. Ένα άλλο μορφικό στοιχείο που συνδέει το συγκεκριμένο ποίημα με τη δημοτική παράδοση είναι οι εικόνες που αποδίδονται με παρομοιώσεις: «Ρωμιοσύνη / πετιέται … αντρειεύει … καμακώνει».

Παράλληλα, ο ποιητής, εμβολιάζοντας το ποίημα με ανομοιοκατάληκτα δίστιχα σε ελεύθερο στίχο, άμεσα διακριτά από τον πεζό λόγο χάρη στην ηχητική του οργάνωση, το ρυθμό του και την έλλειψη συνέχειας, το καθιστούν συγχρόνως μοντέρνο. Μοντέρνο θεματικό στοιχείο μπορούμε να εκλάβουμε και το συμβολικό τρόπο απόδοσης του ποιήματος. Ο ποιητής προσωποποιεί τη Ρωμιοσύνη που ως μια γυναίκα «εκεί που πάει να σκύψει» επανακτά τις δυνάμεις της. Τέλος, η χρήση του καθημερινού λεξιλογίου, από τον ποιητή, (χαρακτηριστικό της μοντέρνας ποίησης που προαναφέραμε) είναι δηλωτικό της πρόθεσης του ποιητή να συζεύξει τις έννοιες της παράδοσης  και του μοντέρνου στο ποίημα.

Μάρκος Μέσκος- «Μετανάστης»
Στα μέσα της δεκαετίας του 1940 ξεπηδά μια νέα λογοτεχνική γενιά, ιδιαίτερα πολυφωνική και πολυπρόσωπη. Αυτή η γενιά, δεχόμενη τις εμπειρίες του πολέμου, κυρίως της Κατοχής, του Εμφυλίου και του καταπιεστικού και ψυχροπολεμικού κλίματος της δεκαετίας του 1950, εμφανίζεται πολιτικοποιημένη, περισσότερο ενιαία και συμπαγής στην έκφραση, τον τόνο και τα θέματα.

Οι μεταπολεμικοί ποιητές τυπικά χωρίζονται σε δύο γενιές, με ηλικιακά κριτήρια (ημερομηνία γέννησης 1916-1928 και 1929-1940). Η κριτική έρευνα σημειώνει συνήθως, με αρκετή δόση απλούστευσης, τρεις κυρίαρχες τάσεις μέσα στο σώμα της γενιάς των ποιητών: την πολιτική, την υπαρξιακή και τη νεοϋπερρεαλιστική.  Στην ουσία αυτό που περιγράφει η μεταπολεμική ποίηση, λυρικά ή επικά, σαρκαστικά ή υπερρεαλιστικά, πολιτικά ή υπαρξιακά είναι το γεγονός της ήττας της ανθρωπότητας μετά τον πόλεμο[12]. Τη μεταπολεμική  ποίηση το αναγνωστικό της κοινό την επιλέγει με κριτήριο την αισθητική της και όχι με το όνομα του δημιουργού της. Κυρίαρχα στοιχεία της  είναι η τραγική σοβαρότητα, η πίκρα, τα αισθήματα διάψευσης, κατάθλιψης και η απουσία οραματισμών[13].

Ο Μάρκος Μέσκος (1935) ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, η οποία από τις πρώτες της ακόμα εμφανίσεις στα γράμματα δείχνει να έχει μια εντυπωσιακή τάση διασποράς, τόσο στα θέματα όσο και στη γλώσσα της. Κυρίαρχο μοτίβο των ποιητών της είναι η απουσία ενός ενιαίου και ενοποιού κώδικα γραφής, ενός κοινού προσανατολισμού ή μιας ηθικής στάσης απέναντι στην πολιτική και την ποιητική παράδοση. Ως συγκλίσεις μπορούν να αναφερθούν ο περιγραφικός ρεαλισμός ορισμένων, η δυσφορία και η οργή έναντι μιας κοινωνικής κατάστασης συμβιβασμού, σε μια  εξομολογητική ατμόσφαιρα, έτοιμη να αποκαλύψει τα πιο απόκρυφα αμαρτήματα.

Στο ποίημα «Μετανάστης», ο ποιητής, απευθυνόμενος με παράπονο στην πατρίδα (στιχ. 1, 17) εκφράζει στον ποιητικό του λόγο την αγωνία και το υπαρξιακό άγχος του. Κύριο άξονα του ποιήματος αποτελεί η αγάπη που νοιώθει το ποιητικό υποκείμενο για την πατρίδα του: «μη λησμονώντας τα’ ακρογιάλια σου» και πόσο σκληρή στάθηκε η ίδια για αυτόν: «[Ο]ύτε μια νύχτα..»

Στη συνέχεια με έντονη συναισθηματική φόρτιση και με κοινωνικό προβληματισμό μας περιγράφει πως το παρελθόν τον οδήγησε στην υπαρξιακή αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου. Οι επιπτώσεις της ήττας και τα οξυμένα προβλήματα της μεταπολεμικής κοινωνίας αποτελούν το περιεχόμενο της ποιητικής του σύλληψης. Σε βασανιστική αναδρομή αναφέρεται σε συμβάντα της καθημερινής ιστορικής εμπειρίας: η ήττα του πολεμικού αγώνα (στιχ. 4), το οικονομικό αδιέξοδο (στιχ. 8), η ερήμωση της αγροτικής επαρχίας (στιχ. 9), ο θάνατος που σημάδεψε τη ψυχή του (στιχ. 12).

Στα ίδια περίπου ποιητικά πλαίσια του κοινωνικού προβληματισμού κινείται και το ποίημα «Μιλώ» του Μανόλη Αναγνωστάκη. Όμως, ο Αναγνωστάκης αναφερόμενος στα γεγονότα  της μεταπολεμικής περιπέτειας εκφράζει συγχρόνως την αριστερή του ιδεολογία. Αντίθετα, στο ποίημα του Μέσκου η ιδεολογική του ταυτότητα δεν προσδιορίζεται. Μέσα από τα βιώματά του αντικατοπτρίζεται η ατομική του άποψη για το αίσθημα παθητικής αντίστασης που ένοιωθε  μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού[14].[14]

Τέλος, «ο γλυκός θυμός από τα ελάτια του Βερμίου» θα μπορούσε να εκληφθεί ως υπερρεαλιστικό στοιχείο αλλά τείνει να μοιάζει περισσότερο με στοιχεία που απαντώνται στην ελληνική δημοτική ποίηση.

Δημήτρης Χατζής- “Η τελευταία αρκούδα της Πίνδου”, Αλέξανδρος Κοτζιάς- “Αντιποίησις αρχής“.
Ο όρος μεταπολεμικός αποδίδεται σε συγγραφείς που δημοσίευσαν λογοτεχνικά κείμενα μετά το 1943[15]. Στα έργα τους οι  μεταπολεμικοί συγγραφείς παρουσιάζουν την κοινότυπη κοινωνική πραγματικότητα με λεπτομερή ακρίβεια και ρεαλισμό, διαφοροποιούμενοι από τις φανταστικές εξάρσεις  των προγενέστερων ρομαντικών.   O Δημήτρης Χατζής (1913-1981) και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς θεωρούνται εκπρόσωποι της πρώτης μεταπολεμικής συγγραφικής ομάδας με βάση τη χρονολογία γέννησής τους.

Ο Δημήτρης Χατζής το 1976 παρουσίασε ένα μυθιστόρημα με τίτλο Το διπλό βιβλίο, το οποίο συγκροτείται από δεκαοκτώ ιστορίες με θέμα τη ζωή των Ελλήνων εργατών στη Γερμανία[16].[16] Απώτερος σκοπός του συγγραφέα ήταν να καταδείξει και να επισημάνει την επίδραση του σύγχρονου πολιτισμού στον άνθρωπο, ο οποίος καλείται να ζήσει μια συνεχώς διαμορφούμενη καθημερινότητα. Ο συγγραφέας επιλέγει ως θέμα την περιγραφή της μετανάστευσης, ένα οξύ πρόβλημα της εποχής, με απώτερο σκοπό την κατάδειξη της τραγικότητας του ανθρώπου που βιώνει το αδιέξοδο της προόδου.

Στο απόσπασμα  «Η τελευταία αρκούδα της Πίνδου», στο πρόσωπο του  ήρωα, Σκουρογιάννη καταδεικνύεται ο χαρακτηριστικός τύπος του απλοϊκού, αμόρφωτου Έλληνα, ο οποίος αναγκάζεται από το στενό περιβάλλον του χωριού να καταφύγει στη μετανάστευση για βιοποριστικούς λόγους. Ο συγγραφέας, χωρίς την παραμικρή εκζήτηση, μας παρουσιάζει τη νοσταλγία του ήρωα για την επιστροφή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Ο Σκουρογιάννης στη Γερμανία, καθηλωμένος στο βιωματικό παρελθόν του, δεν εντάσσεται στην εκεί πραγματικότητα και δεν επικοινωνεί με τους Έλληνες συμπατριώτες του. Οδηγείται στη μοναξιά, την οποία καρτερικά υπομένει με τη βαθιά πεποίθηση ότι, όταν θα επιστρέψει στο χωριό του, θα ξαναβρεί τον πρότερο τρόπο ζωής. Όταν τελικά μετά από είκοσι χρόνια καταφέρνει να επιστρέψει  στο «Ντομπρίνοβο»  αντιμετωπίζει την τεχνολογική πρόοδο και τους οικονομικούς μετασχηματισμούς που έχουν διαφοροποιήσει όχι μόνο το περιβάλλον του χωριού, αλλά και τους συγχωριανούς του. Παράθυρο ευτυχίας ανοίγεται, όταν επισκέπτεται τη φύση που έχει μείνει  αναλλοίωτη.

Από την άλλη πλευρά, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς εμπνεόμενος από σύγχρονά του πολιτικά γεγονότα συγγράφει μυθιστορήματα με χαρακτήρες ταπεινωμένους και περιθωριοποιημένους, βασανιζόμενους από εμμονές, εγκληματικές πράξεις, αμαρτίες και αρρώστιες, όπως αυτοί του Ντοστογιέφσκι[17]. Απώτερος σκοπός του συγγραφέα είναι η  εμβάθυνση στο ψυχικό κόσμο των χαρακτήρων, στις ενδόμυχες σκέψεις και τις συναισθηματικές παλινδρομήσεις τους. Αντίθετα, από άλλους μεταπολεμικούς συγγραφείς ο Κοτζιάς προέβαλλε επιπλέον στα έργα του προβλήματα της παραοικονομίας, τον οργασμό της οικοδομικής δραστηριότητας και το φαινόμενο της αντιπαροχής και την επιβολή του εξαστισμού στην  κοινωνία[18].

Ο συγγραφέας,  στο μυθιστόρημά του Αντιποίησις αρχής[19] παρουσιάζει  τον αντιήρωά του, το χαφιέ Μένιο Κατσαντώνη, εκθέτοντάς μας συγχρόνως τις τρεις ημέρες   των γεγονότων της εξέγερσης  του Πολυτεχνείου. Ο ήρωας, περιθωριακός τύπος, μπλεγμένος συνειδητά στο μηχανισμό της Χούντας ως πληροφοριοδότης, δηλώνει χαρακτήρα που δεν προσδιορίζεται πολιτικά, αλλά εντάσσεται στην εκάστοτε καθεστηκυία κατάσταση.

Προκύπτει με σαφήνεια ότι και οι δύο συγγραφείς, των οποίων έργα αναφέραμε, ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της ρεαλιστικής αφήγησης, παρουσιάζοντάς μας υπαρκτούς ανθρώπινους τύπους της μεταπολεμικής κοινωνίας. Είναι γεγονός ότι ο Δημήτριος Σκουρογιάννης μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικός ανθρώπινος τύπος της μεταπολεμικής λογοτεχνίας. Τα στοιχεία που προβληματίζουν τους ήρωες της εποχής και γίνονται εμφανή στο κείμενο είναι το αίσθημα μοναχικότητας και απογοήτευσης. Έτσι, οι ήρωες, παρουσιάζονται αξιοπρεπείς να αγωνίζονται με τις δικές τους δυνάμεις προσβλέποντας σε ένα καλύτερο μέλλον. Προέκταση του φαινομένου αποτελεί  το συναίσθημα της προδοσίας που νοιώθουν είτε από την πατρίδα τους, είτε από τους συμπολίτες τους. Από την άλλη πλευρά, ο αντιήρωας του Κοτζιά μας προσφέρει στοιχεία ενός άλλου υπαρκτού ιδιόμορφου ανθρώπινου τύπου της εποχής. Η επιβίωση για τον Μένιο δεν αποτελεί μέρος αγώνα για τη ζωή, αλλά ενσυνείδητη κίνηση χαμαιλέοντα που συντάσσεται με τους εκάστοτε δυνατούς.

Συμπερασματικά, συγκρίνοντας τους δύο ήρωες διαπιστώνουμε ότι ο Σκουρογιάννης, ως απλοϊκός αγνός, τίμιος αγωνιστής της ζωής είναι αποδεκτός από την κοινωνία. Ο ατομιστής Κατσαντώνης, που δε χαρακτηρίζεται από ανθρώπινες αξίες, καταδικάζεται άμεσα στη λαϊκή συνείδηση.

Παραπομπές – σημειώσεις
[1] Beeton, 1996, σ. 264.
[2] Το περιστατικό αναφέρει ο Ε. Λ.  Λουίζος, 1981, σσ. 23-23.
[3] «Ο Μπερξόν δείχνει ότι η «διάρκεια» δηλαδή ο χρόνος της ψυχικής βίωσης, δεν πρέπει να συγχέεται με τον «κοινό» χρόνο που υπολογίζεται με μαθηματική ακρίβεια. Ο ψυχολογικός χρόνος δεν επιδέχεται μέτρηση γιατί δεν είναι ούτε ενιαίος ούτε ομοιογενής, αλλά συγχωνεύει το παρόν με στιγμές  από την εσωτερική ζωή του ανθρώπου σε προηγούμενες εποχές». Βλ. Γκότση Γ. κ.ά., 2000, σ. 114.
[4] Σεφέρης, 1994, σ. 149.
[5] Το 1953 ο Σεφέρης επισκέφθηκε την Κύπρο. Εκεί, ίσως βρήκε τα στοιχεία της ελληνικότητας που είχε βιώσει μικρός στη Σμύρνη και που για πάντα είχαν χαθεί. Σε άλλο χρόνο από αυτόν των παιδικών του χρόνων αναπληρώνει το κενό της χαμένης πατρίδας. Ως διπλωμάτης και έμπειρος άνθρωπος, όμως, αντιλαμβάνεται τα επερχόμενα δεινά της Κύπρου και υπαινικτικά με συμβολισμούς τα αποτυπώνει στο ποίημά του.
[6] Beeton R., 1996, σ. 265.
[7] Μαρωνίτης, 1986, σσ. 163-164.
[8] Μαρωνίτης, 1986, σ. 165.
[9] Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης θέτει έναν κατάλογο με τα ευτελή σύνεργα της καθημερινότητας, τις χειρονομίες τη συγκίνηση και την πολιτική εγρήγορση όχι μόνο του Έλληνα εργάτη αλλά και του κοινωνικά υποβαθμισμένου μικροαστού που εγγράφονται συστηματικά στο σώμα των ποιημάτων του Ρίτσου. Βλ. Μαρωνίτης, 1986, σ.168.
[10] Ο Ρίτσος παράλληλα με τις μεγάλες ποιητικές συνθέσεις του καθιέρωσε τον τύπο του ολιγόστιχου ποιήματος.
[11] Το ποίημα αποτελεί ένα από τα  Δεκαοκτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (ανομοιοκατάληκτα δίστιχα) που ο Ρίτσος κατά τη διάρκεια της εξορίας του στην Λέρο έγραψε σε μια ημέρα (16-9-1968) και που εκδόθηκαν το 1973. Βλ. 1981, σ. 377.
[12] Λεοντάρης, 1983, σ. 67.
[13] Μαρωνίτης Δ.Ν., Ποιητική και πολιτική ηθική, στο Beeton, 1996, σ. 256.
[14] Μέντη, κ. ά., 2000, σ. 290.
[15] Αργυρίου, 1988, σ. 20.
[16] Μέντη, 2000,  σ. 318.
[17] Μια επίδραση που ποτέ δεν αρνήθηκε ο Κοτζιάς. Βλ. Τσακνιάς, 1992, σ. 37.
[18] Τσακνιάς, 1992, σ. 37.
[19] Ο τίτλος είναι νομικός όρος και αναφέρεται στην κατάχρηση εξουσίας από τους στρατιωτικούς.

Βιβλιογραφία
Αργυρίου, Α. 1988, «Εισαγωγή»,  στο Η Μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ‘40 ως τη δικτατορία του ‘67 , (τόμ. 1), Αθήνα: Σοκόλης.
Beeton, R. 1996, Εισαγωγή στη νεότερη λογοτεχνία, Αθήνα: Νεφέλη.
Γκότση, Γ. κ.ά., 2000, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας (Από τις αρχές του 18ου έως τον 20ο), Πάτρα: ΕΑΠ.
Λεοντάρης, Β. 1983, Η ποίηση της ήττας,  Αθήνα: Έρασμος.
Λουίζος, Ε.Λ., 1981, «Ένα απόγευμα στην Έγκωμη», στο Για τον Σεφέρη Τιμητικό Αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής,  Αθήνα: Ερμής.
Μέντη, Δ. 2000, «Η μεταπολεμική πεζογραφία», στο Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ος αιώνας), Πάτρα: ΕΑΠ.
Μαρωνίτης, Δ.Ν. 1986, «Προβλήματα ποιητικής οικονομίας στο έργο του Γιάννη Ρίτσου», στο  Πίσω μπρος. Προτάσεις και υποθέσεις για τη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία, Αθήνα: Στιγμή.
Πρεβελάκης, Π. 1981, Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος Συνολική θεώρηση του έργου του, Αθήνα: Κέδρος.
Σεφέρης Γ., 1994, «Κ.Π. Καβάφης- Θ.Σ. Έλιοτ: Παράλληλοι» [1947], στο Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη. Επιλογή κριτικών κειμένων, Επιμέλεια Μ. Πιερής, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Τσακνιάς, Σ. 1992, «Η εξέλιξη της αφηγηματικής τεχνικής στο έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά», Γράμματα και Τέχνες, τεύχος 64-65, Ιανουάριος-Μάρτιος.

© 2004 Ζωή Σιούλη Κατάκη

Creative Commons License Licensed under a Creative Commons Attribution-ShareAlike 4.0 International License. Writers are the copyright holders of their work and have right to publish it elsewhere with any free or non free license they wish.

Comments are closed.