Κ. Τσοπάνης – Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, Πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου
Παραπομπή ως: Τσοπάνης, Κ. (2007). Το ιερό ως θεϊκή αποκάλυψη. Archive, 3, σσ. 14–19. DOI:10.5281/zenodo.4569818, ARK:/13960/t9k463j51
Abstract
Sacred is one of the most basic and unchanging components of human religiosity. It is the mysterium tremendum in front of which a man stands and which marks the presence of the divine in the world and is imbued with the power of the metaphysical. In other words, it is a revealing point of divinity.
Το «ιερό» αποτελεί ένα από τα βασικότερα και τα πιο αμετάβλητα συστατικά της ανθρώπινης θρησκευτικότητας. Είναι το mysterium tremendum μπροστά στο οποίο στέκεται ενεός ο άνθρωπος και το οποίο σηματοδοτεί την παρουσία του θεϊκού στον κόσμο και εμφορείται από την δύναμη του μεταφυσικού. Με άλλα λόγια πρόκειται για ένα αποκαλυπτικό σημείο της θεότητας. Τι είναι το Ιερό
Πολλές φορές στην ιστορία της θρησκευτικής σκέψης έχουν γίνει προσπάθειες να μελετηθεί και να ερμηνευθεί η παρουσία της ιδέας του «Ιερού» στην ανθρώπινη θρησκευτικότητα καθώς και να δοθεί ένας ορισμός της έννοιας του. Τι είναι άραγε το «Ιερό» και γιατί ο άνθρωπος χαρακτηρίζει και πιστεύει ορισμένα μέρη ή φυσικά αντικείμενα ως ιερά; Ποιος είναι ο λόγος που τον ωθεί να επιζητεί την επαφή μαζί τους; Μια επαφή μάλιστα που πολλές φορές αντιμετωπίζεται με τρόμο από το συγκλονισμένο από την παρουσία του «Ιερού», ανθρώπινο όν. Ας δούμε τα πράγματα με την σειρά. «Ιερό» για την θρησκευτική σκέψη είναι το σημείο ή το αντικείμενο στο οποίο κάποια δεδομένη στιγμή εκδηλώθηκε η παρουσία του μεταφυσικού, της θεότητας, καθαγιάζοντας το και καθιστώντας το «σημείο επαφής» του θεϊκού με το κοσμικό. Με άλλα λόγια το «Ιερό» είναι το «ρήγμα» και η «είσοδος» του μεταφυσικού στο φυσικό κόσμο, το σημείο ή το αντικείμενο εκείνο το οποίο εμφορείται από την «δύναμη» του «θεϊκού» που το κατοίκησε και το κατοικεί. Κάποια στιγμή η θεότητα, το «θεϊκό», εμφανίζεται σε ένα σημείο και εκείνο το σημείο αποτελεί πλέον για τους πιστούς «Ιερό» χώρο, «Ιερό» αντικείμενο κ.α., έως ότου κάτω από κάποιες ορισμένες συνθήκες αποϊεροποιηθεί. Πρέπει μάλιστα να τονίσουμε ότι το «Ιερό» σαν συναίσθημα αλλά και σαν μια από τις πλέον σημαντικές ενέργειες της ανθρώπινης ψυχής υφίσταται «μεταβιβάσεις» από το ένα αντικείμενο στο άλλο, όπως ο ανθρώπινος έρωτας. Ένα οποιοδήποτε αντικείμενο μπορεί να είναι «ιερό» για την ανθρώπινη ψυχή, για παράδειγμα ένα δένδρο, μια πηγή, ένα μέρος, μια πέτρα, και κατόπιν, για άγνωστες αιτίες, το συγκεκριμένο αντικείμενο να υποστεί μια αποϊεροποίηση. Μ’ όλα ταύτα το συναίσθημα του «ιερού» δεν χάνεται από την ψυχή αλλά υπόκειται σε μια μεταβολή ή μετάθεση επάνω σε ένα άλλο αντικείμενο. Όταν και αυτό το αντικείμενο με την σειρά του αποϊεροποιηθεί τότε το συναίσθημα του «Ιερού» μπορεί να υποστεί μια νέα μεταφορά επάνω σε ένα άλλο αντικείμενο, για παράδειγμα στον Θεό, ή στην απρόσωπη αρχή του Βραχμανισμού ή στο μεταφυσικό κενό του Βουδισμού. Αλλά και τέτοιου είδους αντικείμενα μπορούν να αποϊιεροποιηθούν, και τότε το συναίσθημα του «Ιερού» περνά ξανά επάνω σε άλλα αντικείμενα, τα οποία μπορεί να είναι η ηθική συνείδηση, τα ιδανικά της ανθρωπότητας και άλλα. Αυτή η «διαδικασία μετάθεσης», μολονότι δεν ακολουθεί πάντοτε την σειρά των παραδειγμάτων που αναφέραμε, ωστόσο συμβαίνει πάντοτε έτσι ώστε να ο άνθρωπος να μην μπορεί να ζήσει χωρίς ιερά αντικείμενα. Το συναίσθημα του «ιερού» εμφανίζει μια ενέργεια όπως και ο έρωτας, και υπόκειται όπως και αυτός στην μεταβίβαση από το ένα αντικείμενο στο άλλο. Εμφανίζει μια ενέργεια από την οποία ο άνθρωπος κυριαρχείται. Λίγο τολμηρά θα μπορούσαμε να πούμε ότι το συναίσθημα του «Ιερού» που εδράζεται στην ανθρώπινη οντότητα και γίνεται φανερό ως μυστήριο και αποκάλυψη παίζει σχεδόν τον ίδιο ρόλο για την ύπαρξη του ανθρώπου που παίζει και ο έρωτας για την ευτυχία του. Για αυτόν τον λόγο, σύμφωνα μάλιστα με την γνώμη των περισσοτέρων μελετητών, το αίσθημα του «Ιερού» εμφανίζεται από τις αρχές της ανθρώπινης θρησκευτικότητας και αποτελεί ένα από τα πιο σταθερά στοιχεία της. Πρόκειται ίσως για το αρχαιότερο στοιχείο της θρησκευτικής ζωής και για κάποιους μελετητές όπως ο Ρούντολφ Όττο έφτασε να θεωρείται, όπως θα αποδείξουμε παρακάτω λίγο τραβηγμένα βέβαια, ως ο πυρήνας της οποιαδήποτε θρησκευτικότητας μέσα στους αιώνες.
Σύμφωνα με τον θρησκειολογο Μίρτσεα Ελιάντε κάθε φανέρωση του «ιερού» στον άνθρωπο αποτελεί μια ιεροφάνεια. Στην ιστορία της θρησκευτικής σκέψης του ανθρώπου μπορούμε να βρούμε πάρα πολλές ιεροφάνειες σε αντικείμενα που αποτελούν στοιχεία του φυσικού μας χώρου, όπως για παράδειγμα πέτρες, δένδρα, βουνά, πηγές, ποτάμια, τοποθεσίες κ.λ.π. Μόλις όμως εκδηλωθεί το «Ιερό» σε κάποιο αντικείμενο, μολονότι εκείνο φαινομενικά συνεχίζει να διατηρεί την αρχική φυσική του μορφή (της πέτρας ή του δένδρου για παράδειγμα), για τον πιστό, για τον άνθρωπο στον οποίο αποκαλύπτεται αυτή η ιεροφάνεια, το συγκεκριμένο αντικείμενο αποκτά μια «κοσμική ιερότητα» γίνεται κάτι το «εντελώς άλλο» μεταβαλλόμενο σε μια «υπερφυσική πραγματικότητα», σύμφωνα με την ορολογία του Ελιάντε. Έτσι ο πιστός που έχει δεχθεί την αποκάλυψη της ιερόφανειας προσπαθεί να έρθει σε επαφή και μάλιστα λατρευτική με το αντικείμενο στο οποίο εκδηλώθηκε η μεταφυσική δύναμη προκειμένου να γίνει και ο ίδιος κοινωνός αυτής της δύναμης που πιστεύει πως είναι θεϊκή. Δεν προσκυνά ούτε λατρεύει λοιπόν την πέτρα ή το δέντρο σαν στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος αλλά το θεϊκό που εκδηλώθηκε σε αυτά και τα «ιεροποίησε».
Θέα του «ιερού» και «ιερό ρίγος»
Προκειμένου τώρα να πλησιάσει ο άνθρωπος τον ιερό χώρο ή το ιερό αντικείμενο απαιτείται εκ μέρους του μια ιδιαίτερη προετοιμασία. Αυτό οφείλεται στο ότι το «Ιερό» το ίδιο του προκαλεί μια ιδιαίτερη ψυχική κατάσταση, όπως εκείνη που αισθάνεται ο άνθρωπος όσες φορές πιστεύει ότι βρίσκεται ενώπιον μιας θεϊκής παρουσίας. Στην παρουσία του ιερού αντικειμένου ο άνθρωπος αισθάνεται να διαπερνάται από ένα συναίσθημα ανατριχίλας και υποτίμησης της ίδιας του της υπάρξεως. Αυτό το συναίσθημα του «ιερού ρίγους» έχει το δυνατότητα να τον θέτει, ή τουλάχιστον να τον κάνει να νιώθει ότι βρίσκεται, σε αληθινή σχέση με μια θεϊκή πραγματικότητα. Αυτή η θρησκευτική συγκίνηση προκαλεί στην ψυχή του άνθρωπου ιερό σεισμό και αυτό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από ό,τι για παράδειγμα η πίστη στην σωτηρία, ή από ότι η εμπιστοσύνη ή η αγάπη που απευθύνεται σε μια ανώτερη ύπαρξη, επειδή τα αισθήματα αυτά αποτελούν μόνο επουσιώδη συνθετικά της θρησκευτικότητας. Αυτό το αίσθημα του ιερού ή του θεϊκού μπορεί να γίνει αισθητό από την πλειονότητα των ανθρώπων, περισσότερο από κάποιους και λιγότερο απο κάποιους άλλους, ανάλογα με την ψυχοσύνθεση του καθενός. Ας δούμε τις ψυχικές καταστάσεις, τις οποίες το «Ιερό» αντικείμενο προκαλεί στον άνθρωπο. Για την ανθρώπινη ψυχή το «Ιερό» είναι «trementum», δηλαδή τρομερό, παράδοξο. Ο τρόμος που προκαλείται στον άνθρωπο από το ιερό αντικείμενο είναι ένα ιδιαίτερο συναίσθημα, το οποίο μπορεί να έχει τις δικές του διαβαθμίσεις και αποχρώσεις, αλλά είναι ισόβαθμο με τα άλλα συναισθήματα. Ο ιερός τρόμος είναι αισθητός κυρίως στις δαιμονικές μορφές της θρησκείας, αλλά ούτε οι πιο υψηλές πίστεις, στους θεούς, δεν στερούνται του συναισθήματος του ειδεχθούς και του φοβερού. Το αίσθημα του ιερού τρόμου εξευγενίζεται μόνον στις ανώτερες θρησκείες, αλλά δεν εξαφανίζεται. Το ιερό αντικείμενο είναι επίσης μεγαλοπρεπές, με την έννοια ότι εν τη παρουσία του ο άνθρωπος αισθάνεται ένα απόλυτο τίποτα, μειωμένος και σχεδόν εξουθενωμένος. Στο «Ιερό» αποδίδεται και μια ιδιαίτερη ενέργεια, εντελώς εξαιρετική. Κάποιες φορές αυτή η ενέργεια έχει μια μοναδική ορμητικότητα: οι μυστικιστές μιλούν για παράδειγμα περί μιας αλλοίωσης εκ μέρους του Θεού.
Αισθάνονται ως αναλωμένοι και φλεγόμενοι από την αγάπη του Θεού. Κατά τον ίδιο τρόπο το «Ιερό» συνοδεύεται επίσης και από συναισθήματα έκπληξης, θαυμασμού, και απορίας, από το συναίσθημα ότι είναι θαυμάσιο, θελκτικό και σεπτό. Αυτό το περιγραφόμενο ως πολύ περίπλοκο συναίσθημα του «Ιερού», μας φέρνει πραγματικά σε επαφή με μια ιερά πραγματικότητα. Το «Ιερό» αποτελεί μια ιδιαίτερη κατηγορία, εξαιρετικά υπερβατικής φύσης, μια κατηγορία η οποία με την μεσολάβηση του συναισθήματος μας θέτει ενώπιον μιας ιεράς πραγματικότητας. Εξαιτίας αυτού αλλά κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι συναντάται σε κάθε μορφή θρησκευτικότητας ορισμένοι θρησκειολόγοι έφτασαν να υποστηρίξουν, όπως ήδη είπαμε, ότι το «Ιερό» είναι ο ίδιος ο πυρήνας ή η ουσία της θρησκευτικότητας. Εδώ όμως πρέπει να σημειώσουμε πως παρότι το «Ιερό» αποτελεί ένα από τα πλέον σταθερά και αμετάβλητα στοιχεία της ανθρώπινης θρησκευτικότητας, ωστόσο η ουσία της θρησκείας είναι υπεράνω από την ενδεχόμενη μεταβλητότητα ακόμα και όλων των στοιχείων τα οποία την απαρτίζουν. Στην πραγματικότητα η ουσία της θρησκείας δεν συνίσταται σε ένα από τα στοιχεία της, που πιθανώς να βρισκόταν και μεταξύ των μεταβλητών, αλλά σε μια σταθερή σχέση μεταξύ των διαφόρων στοιχείων, επειδή όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία μπορούν να είναι μεταβλητά. Είναι προφανές μάλιστα ότι όλα τα στοιχεία τα οποία συμμετέχουν στην θρησκευτική συγκρότηση μπορούν να είναι μεταβλητά διότι οι αντιδράσεις του ανθρώπου απέναντι στην φύση εξαρτώνται συχνά περισσότερο από οικονομικές, πολιτιστικές και κοινωνικές διαφορές δηλαδή από την ιστορία και επειδή το ανθρώπινο πνεύμα δεν αντιδρά προς τα φυσικά φαινόμενα πάντοτε με τον ίδιο τρόπο. Η ουσία ωστόσο ενός σύνθετου φαινομένου, όπως η θρησκεία που υπάρχει σε διάφορες παραλλαγές, δεν είναι απαραιτήτως ταυτόσημη με ένα από τα στοιχεία της, ούτε καν του «Ιερού» που φέρεται ως το πλέον σταθερό.
Αναγνωρίζουμε ότι το «Ιερό» είναι ένα από τα λιγότερα μεταβαλλόμενα στοιχεία των θρησκειών, ή ακόμα και ένα στοιχείο το οποίο προκύπτει πάντοτε ως συνθετικό της θρησκείας. Αλλά εάν η ουσία της θρησκείας περιορίζεται σε αυτό το στοιχείο, τότε οι πιο πραγματικές θρησκείες θα πρέπει να ήσαν εκείνες στις οποίες το συναίσθημα του «ιερού» εμφανίζεται καταθλιπτικά με την πλέον πρωτόγονη και τρομακτική έννοια αυτού του όρου. Εάν η ουσία της θρησκείας θα συνέπιπτε απόλυτα με το στοιχείο του «Ιερού», θα είμαστε αναγκασμένοι να παραδεχτούμε ότι όλες οι θρησκείες διέπονται από υψηλά μεταφυσικά και ηθικά μοτίβα, ακόμα και εκείνες που κατέχουν το «Ιερό» μόνο σε μια μορφή υποτονική. Εάν δεχθούμε το «ιερό» ως πυρήνα της θρησκευτικότητας υποχρεωνόμαστε να προσεγγίσουμε τις θρησκείες αποκλειστικά με την προοπτική του «Ιερού», και οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές. Όλες οι μεγάλες θρησκείες ή η κατεξοχήν μεταφυσική θρησκευτικότητα θα έπρεπε αναπόφευκτα να υποστεί μια σοβαρή υποτίμηση. Το «Ιερό» δεν μπορεί λοιπόν να λογαριάζεται ως η ουσία ή ως ο πυρήνας της θρησκείας. Στην καλύτερη περίπτωση είναι ένα από τα πιο σταθερά και αμετάβλητα στοιχεία του θρησκευτικού φαινομένου.
Το «ιερό» ως μαγικό
Αν εξετάσουμε το «Ιερό» με την μη προσιτή στο λογικό πλευρά της θρησκείας αφήνοντας κατά μέρος το ορθολογικό και θεωρητικό στοιχείο της τότε πρέπει να το ταυτίσουμε στην πραγματικότητα με το μαγικό και με κάποιες άλλες αποχρώσεις πιο υποτονικές αυτού. Κατά συνέπεια η πιο αυθεντική θρησκευτική ζωή θα βρισκόταν μεταξύ εκείνων των ανθρώπων που κυριαρχούνταν κατά τρόπο βασανιστικό από την μαγική νοοτροπία. Είναι φανερό όμως ότι το «Ιερό» είναι μια παραλλαγή, μια υποτονική εκδοχή του μαγικού. Στις διάφορες θρησκείες μάλιστα συνδυάζεται και με στοιχεία πιο λογικά και πιο ηθικά. (Παρενθετικά μόνο σημειώνουμε εδώ, ότι εάν βέβαια το «Ιερό» αποτελούσε τον πυρήνα της θρησκείας τότε αυτός ο συνδυασμός θα νόθευε την θρησκεία ακριβώς στην ουσία της.) Δεν αμφισβητούμε ότι στην ψυχή των πρωτογόνων που είναι ολοκληρωτικά κυριευμένη από την μαγική νοοτροπία, το συναίσθημα του «Ιερού» έχει μια δύναμη πρωταρχική. Αλλά σε θρησκείες όπως αυτές το μαγικό (ιερό) δεν εισέρχεται ως ένα στοιχείο περιβεβλημένο με αυτόνομες δυνάμεις. Το μαγικό (ιερό) εμφανίζεται στην θρησκεία, σε κάθε θρησκεία, σαν ένα συνθετικό στοιχείο ενός ολοκλήρου συμπλέγματος από δημιουργήματα μεταφυσικά και μυθολογικά μιας ιδιαίτερης μορφής. Η θρησκευτικότητα διαχωρίζεται από το «μαγικό» συναίσθημα. Το «Ιερό», αντίθετα ως συστατικό της θρησκείας ανυψώνεται ως συνθετικός παράγοντας σε μια σύνθεση από πνευματικά δημιουργήματα, τα οποία επιδιώκουν να αποτελέσουν μια μεγαλειώδης αποκάλυψη του κοσμικού μυστηρίου.
Με άλλα λόγια το «Ιερό», όσο σταθερό να είναι ως παράγοντας, καταλαμβάνει χώρο σε κάθε θρησκεία μόνο ως στοιχείο ενσωματωμένο σε ένα στυλ, ένα όραμα, και υποκείμενο εξ’ αιτίας αυτού σε νοηματικές τροποποιήσεις. Μεταξύ του μαγικού, από το οποίο κυριαρχείται η πρωτόγονη νοοτροπία, και του «Ιερού» που εισέρχεται σαν ένα εξαρτώμενο στοιχείο στο –πνευματικό σύμπλεγμα μιας θρησκείας η διαφορά είναι ολοφάνερη. Όπως ακριβώς στην περίπτωση που κάποια όμορφη εικόνα από την φυσική τάξη των πραγμάτων περνά ζωγραφισμένο στην αισθητική τάξη των έργων τέχνης. Τα στοιχεία της φυσικής ομορφιάς δεν περνούν ποτέ tale quale σε ένα πραγματικό έργο τέχνης, αλλά υποβάλλονται σε αληθινή μεταβολή όσον αφορά την σημασία, την έννοια και τον ρόλο τους, αφομοιώνονται δηλαδή σε ένα ορισμένο στυλ, κάτι που αποτυπώνεται στα πνευματικά δημιουργήματα.
Το «ιερό» ως «οντολογικό κέντρο»
Μολονότι για τον θρησκευόμενο άνθρωπο όλος ο κόσμος μέσα στον οποίον ζει αποτελεί έναν καθαγιασμένο χώρο, (και κατά συνέπεια όλες οι πράξεις του σχετίζονται με την ιερότητα του χώρου), ωστόσο σε αυτόν τον κόσμο υπάρχουν ορισμένα μέρη τα οποία έχουν δεχθεί την εκδήλωση της θεϊκής δύναμης, δηλαδή την «ιεροφάνεια», και τα οποία ονομάζονται «ιερά». Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Παλαιάς Διαθήκης όπου ο Θεός προστάζει τον Μωυσή να μην πλησιάσει άλλο το μέρος και να βγάλει τα σανδάλια του «γιατί ο τόπος όπου στέκεσαι είναι ιερός» (3 Έξοδος, 3,5). Το «Ιερό» που εκδηλώνεται μέσω της ιεροφάνειας αποτελεί για την ανθρώπινη σκέψη την απόλυτη πραγματικότητα, το οντολογικό κέντρο του κόσμου. Δεν επιλέγει ο άνθρωπος αυτόν τον χώρο αλλά το θεϊκό εμφανίζεται σε αυτόν και τον ιεροποιεί τον καθιστά δηλαδή «ιερό» μέσω της συνεχούς παρουσίας του. Το «ιερό» αποτελεί για τον θρησκευόμενο άνθρωποι το σημείο που μπορεί να έλθει σε επαφή με το μεταφυσικό και να μεταβεί από το κοσμικό στο ιερό σύμπαν. Είναι ο χώρος που έχει εισβάλει το ιερό στην κοσμική πραγματικότητα, η «κλίμακα μεταξύ ουρανού και γης», μεταξύ θεϊκού και ανθρώπινου. Η χριστιανική εκκλησία είχε πάντοτε αυτήν την αντίληψη και όχι άδικα. Πόσοι άραγε δεν έχουν νιώσει τέτοια συναισθήματα, έστω υποσυνείδητα, την στιγμή που λοξοδρομούν από το πολυάνθρωπο και πολύβουο πεζοδρόμιο κάποιας κεντρικής λεωφόρου και μπαίνουν σε έναν ναό. Ακόμα και σε έναν εντελώς άθρησκο άνθρωπο αλλάζει ασυνείδητα η διάθεση του και νιώθει με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο την «ιερότητα» ή έστω την ιδιαιτερότητα του χώρου. Με άλλα λόγια νιώθει ότι μπήκε «κάπου αλλού», σίγουρα σε ένα μέρος που μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου του γεννά διαφορετικά συναισθήματα από αυτά που ένιωθε έως εκείνη την στιγμή.
Το «Ιερό» ως χώρος «ιεροφάνειας» αποτελεί για τον θρησκευόμενο άνθρωπο μνήμη και αίσθηση του «χαμένου παραδείσου» για να χρησιμοποιήσουμε την χριστιανική ορολογία. Νοσταλγώντας να ζήσει σε ένα κόσμο που να είναι καθαρός και άγιος, όπως όταν βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού, όπως ήταν ο παράδεισος από τον οποίο εκδιώχθηκε και ζητώντας ταυτόχρονα την προστασία του θεϊκού φροντίζει να κτίζει την κατοικία του γύρω και κοντά στο σημείο της ιεροφάνειας, στο «ιερό». Επιλέγοντας να διαμένει κοντά στο «ιερό» εκδηλώνει επίσης και την επιθυμία του να βρίσκεται σε επαφή μαζί του. Στο σημείο όπου συναντάται το θεϊκό με το κοσμικό, στο κέντρο, βρίσκεται πάντοτε για την θρησκευόμενο άνθρωπο ο κόσμος. Το «ιερό» είναι το κέντρο του κόσμου και εκείνος επιζητεί να βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο κοντά στο κέντρο του κόσμου. Η κατοικία του ανθρώπου είναι πάντοτε ιερή και αποτελεί μια απεικόνιση του κόσμου που είναι θεϊκή δημιουργία. Προκειμένου μάλιστα να έχει χρονική διάρκεια η κατοικία του και να μην ερημωθεί ή καταστραφεί, πρέπει να αποκτήσει πνεύμα, ψυχή. Έτσι λοιπόν θυσιάζει στα θεμέλια του οικοδομήματος μια ζωντανή ύπαρξη με σκοπό η ψυχή, το πνεύμα της θυσίας, να περάσει στο οικοδόμημα ζωντανεύοντας το. Ο άνθρωπος χτίζει το δικό του σύμπαν μιμούμενος την θεϊκή κοσμογονία. Έτσι το «Ιερό» γίνεται ένας υπαρξιακός και όχι απλώς γεωμετρικό χώρος, ένας χώρος που επιτρέπει επαφές με το μεταφυσικό.
Ο Ελιάντε υποστηρίζει ότι όλα τα σύμβολα και τα τυπικά που συνδέονται με τον ναό την πόλη και το σπίτι σχετίζονται τελικά με το αρχικό βίωμα του ιερού χώρου. Έτσι κάθε οικισμός και κάθε πόλη έχει τα ιερά της, τους τόπους θεοφανείας της, τα μέρη που το θεϊκό εισήλθε στο κοσμικό. Κάθε τοπική ιεροφάνεια και κάθε καθαγιασμός του χώρου ισούται με μια κοσμογονία. Σε αρχαιότερους ή σε πιο πρωτόγονους λαούς το «ιερό» μπορεί να είναι ένα βουνό, μια πηγή, ένα δένδρο, ένας πάσσαλος, ένα μενχίρ ή ένα τοτέμ. Σε πιο εξελιγμένους λαούς ο «άξονας του κόσμου» παρουσιάζεται ως ναός, ως ιερός χώρος και τόπος λατρείας. Ωστόσο ο συμβολισμός παραμένει ο ίδιος. Σύμφωνα με τον θρύλο άγγελοι ορίζουν το μέρος στο οποίο πρέπει να χτιστεί η Αγία Σοφία και οι Βυζαντινοί έχοντας την ως κέντρο αναφοράς δημιουργούν γύρω της τον κόσμο τους. Ο ναός ως απεικόνιση του ουράνιου αρχέτυπου της «ουρανίου Ιερουσαλήμ» και ως ιερός χώρος καθαγιάζει συνέχεια την Πόλη, την αυτοκρατορία αλλά και ολόκληρη την χριστιανική οικουμένη. Μέσα σε αυτόν προσφέρεται η χάρη στους πιστούς και ο ίδιος ο ναός απαλλαγμένος από κάθε γήινη φθορά ως «ιερό» προσφέρει την προστασία του στους πιστούς. Και όταν η πόλη πέφτει στα χέρια των εχθρών οι κάτοικοι πάντα ζητούν καταφύγιο μέσα στον ναό της Αγίας Σοφίας. Κάλλιστα θα σκεφτεί κάποιος, τι θα μπορούσε άραγε να σταματήσει τον βάρβαρο επιδρομέα μπροστά στις πύλες της εκκλησίας και βάση ποιας λογικής χιλιάδες κόσμου συγκεντρώνεται αυθόρμητα εκεί επιζητώντας την σωτηρία του από την σφαγή. Η μόνη απάντηση είναι η βαθιά συναίσθηση του «Ιερού χώρου» και η αναζήτηση εκεί της μεταφυσικής, της θεϊκής προστασίας. Ο βυζαντινός πιστός καταφεύγει στο κέντρο αναφοράς του στην σημείο επαφής του με το θείο. Εκεί που ο Θεός φανερώθηκε, στον ιερό του χώρο. Δυστυχώς όμως, για τον ασιάτη κατακτητή ο χώρος εκείνος είναι ήδη αποϊεροποιημένος και τον κατακτά μέσω της ημισελήνου, του δικού του ιερού συμβόλου, αποδίδοντας τον στον Αλλάχ. Με άλλα λόγια μετατρέπει την περιοχή σε «δική του», «δημιουργώντας την εκ νέου», δηλαδή «καθαγιάζοντας» την με τα δικά του σύμβολα στο όνομα του δικού του θεού. Σύμφωνα με τον Ελιάντε με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος έστω ασυνείδητα μιμείται την θεϊκή πράξη της κοσμογονίας θέλοντας να ορίσει τον δικό του χώρο. Χρησιμοποιεί μάλιστα ως «Ιερό» και «άνοιγμα προς το υπερβατικό» το ιερό του προηγούμενου κατοίκου το οποίο καθιερώνει εκ νέου στον δικό του θεό.
Το «ιερό» και κοσμικό
Η θρησκεία αποτελεί μια πολιτισμική εκδήλωση του ανθρωπίνου πνεύματος και πηγάζει από την τάση της ανθρώπινης ύπαρξης να ανακαλύψει τα μυστήρια, στον ορίζοντα των οποίων ο άνθρωπος τοποθετείται με την δύναμη και την κλίση του πεπρωμένου. Αυτή η τάση προέρχεται από την φύση του ανθρώπινου όντος και συνεπώς είναι αδιαχώριστη από αυτό. Ο άνθρωπος αυτοπραγματώνεται μόνο όταν ακολουθήσει το αποκαλυπτικό του πεπρωμένο, με το οποίο είναι πλήρως αλληλέγγυος. Η θρησκεία εκ της φύσεως της, παραμένει μια διαρκής εκδήλωση του ανθρωπίνου όντος, ως έκφραση της τάσης προς αυτοπραγμάτωση ή αυθυπέρβαση της ανθρώπινης φύσης σε ιδεατή αμοιβαιότητα με τα μυστήρια της ύπαρξης. Ωστόσο πολλές φορές, όπως συμβαίνει και στις μέρες μας, η θρησκεία εκκοσμικεύεται σε τέτοιο σημείο που χάνει το μυστήριο. Γίνεται μια απλή ιδεολογία ή ηθικολογία που δεν έχει καμία σχέση με την θρησκεία που έχει ως βασικό συνθετικό της στοιχείο το «Ιερό». Τότε ο Θεός του πραγματικού πιστού διαχωρίζεται από τον αφηρημένο Θεό των φιλοσόφων που είναι πιο πολύ μια έννοια ή μια φυσική αλληγορία. Ο Θεός του πιστού είναι μια φοβερή δύναμη η οποία εκδηλώνεται μέσω του «Ιερού». Όλες οι αποκαλύψεις του «Ιερού» συνιστούν το θεϊκό το οποίο είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό από την φυσική πραγματικότητα και μπροστά στο οποίο ο άνθρωπος νιώθει εκμηδενισμένος, νιώθει «στάχτη και σκόνη» όπως έλεγε ο Αβραάμ στον Θεό. Το «Ιερό» δηλαδή αποτελεί την αντίθεση του κοσμικού. Μολονότι σήμερα όλα τείνουν προς την εκκοσμίκευση και την αποϊεροποίηση το «Ιερό» ως συστατικό στοιχείο της θρησκείας θα εμφανίζεται πάντα μαζί με την ανθρώπινη θρησκευτικότητα. Πάντα θα υπάρχουν «ιερά αντικείμενα» και «ιεροί τόποι», σημεία όπου έγιναν «ιεροφάνειες» και τα κατοίκησε η υπέρτατη δύναμη του θεϊκού αποκαλυπτόμενη στους ανθρώπους.
Ωστόσο πολλοί θα πουν θα πουν ότι σήμερα ο άνθρωπος είναι αποϊεροποιημένος και στην συνείδηση του έχει αποϊεροποιήσει ολόκληρο το σύμπαν. Ούτε οι πράξεις του αλλά ούτε και η σκέψη του έχουν καμιά μεταφυσική αναφορά πλέον. Δεν θα φέρουμε αντίρρηση, θα σημειώσουμε μόνο ότι και ο αποϊεροποιημένος άνθρωπος παρουσιάζει στοιχεία θρησκευτικής αξιολόγησης του κόσμου. Περιοχές όπως η πατρίδα, το τοπίο της πρώτης αγάπης κ.α. αποτελούν για τον πλήρως άθρησκο άνθρωπο τους «ιερούς τόπους» του προσωπικού του σύμπαντος. Το «ιερό» έστω και με αυτόν τον τρόπο συνεχίζει να εκδηλώνεται σε μια εποχή που έχει αρνηθεί την μεταφυσική. Όπως πολύ σωστά λέει ο Μίρτσεα Ελιάντε, η ανθρώπινη ύπαρξη είναι προσανατολισμένη προς το μυστήριο και προς το ιερό και ακόμα και ο φανερά άθρησκος άνθρωπος διατηρεί στο βάθος της ύπαρξης του μια θρησκευτικά προσανατολισμένη συμπεριφορά.
Οι αντιδράσεις του ανθρώπου απέναντι στην φύση εξαρτώνται συχνά περισσότερο από τον πολιτισμό από οικονομικές, πολιτιστικές και κοινωνικές διαφορές δηλαδή από την ιστορία και το ανθρώπινο πνεύμα δεν αντιδρά προς τα φυσικά φαινόμενα πάντοτε με τον ίδιο τρόπο.
Βιβλιογραφία
Ελιάντε Μίρτσεα, Το Ιερό και το Βέβηλο, Αθήνα 2002.
Eliade Mircea, Culianu Ion, Dictionar al Religiilor, Bucuresti
© 2003 Κ. Τσοπάνης
Licensed under a Creative Commons Attribution-ShareAlike 4.0 International License. Writers are the copyright holders of their work and have right to publish it elsewhere with any free or non free license they wish.