Ανδρονίκη Μαστοράκη, MSc στη Συστηματική Φιλοσοφία:
Abstract
After the establishment of the Greek monarchy, in 1832, the official architectural style turned to neoclassicism, which it adopted until the first half of the 20th century, following the corresponding European standards. In this context, the architectural design of public and private buildings was based on renowned standards of ancient Greek architecture. One such model-station for architectural history is the Parthenon. With a focus on the Parthenon, we will briefly trace the course of neoclassicism in 19th and 20th century Greece, focusing on specific points in time that vividly reflect its current ideological transitions.
Μετά την εγκαθίδρυση της ελληνικής μοναρχίας, το 1832, η επίσημη τεχνοτροπία στρέφεται προς τον νεοκλασικισμό, τον οποίο υιοθετεί μέχρι και το πρώτο μισό του 20ού αι., ακολουθώντας τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά πρότυπα. Στο πλαίσιο αυτό ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός δημοσίων αλλά και ιδιωτικών κτιρίων βασίστηκε σε καταξιωμένα πρότυπα της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Ένα τέτοιο πρότυπο-σταθμός για την αρχιτεκτονική ιστορία είναι ο Παρθενώνας. Με άξονα, λοιπόν, τον Παρθενώνα, θα ανιχνεύσουμε συνοπτικά την πορεία που διέγραψε ο νεοκλασικισμός στην Ελλάδα του 19ου και του 20ου αιώνα, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας σε συγκεκριμένα χρονικά σημεία που αντανακλούν γλαφυρά τις εκάστοτε ιδεολογικές του μεταπτώσεις.
Στα μέσα του 5ου αιώνα ΠΚΕ, ο Περικλής συνέλαβε το μεγαλόπνοο σχέδιο να ανοικοδομήσει τα κατεστραμμένα κτίσματα της Ακρόπολης. Η εποχή τον ευνοούσε ιδιαίτερα και τα φιλόδοξα επεκτατικά σχέδια της Αθήνας τού εξασφάλιζαν τα οικονομικά μέσα για μια πολιτική κύρους.
Ο Παρθενώνας είναι το λαμπρότερο μνημείο της αθηναϊκής πολιτείας και κολοφώνας του δωρικού ρυθμού. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 448/7 ΠΚΕ και τα εγκαίνια έγιναν το 438 ΠΚΕ, ενώ ο γλυπτός διάκοσμος περατώθηκε το 433/2 ΠΚΕ. Σύμφωνα με τις πηγές, οι αρχιτέκτονες που εργάστηκαν ήταν ο Ικτίνος, ο Καλλικράτης και πιθανώς ο Φειδίας, που είχε και την ευθύνη του γλυπτού διακόσμου. Είναι ο μόνος ομομάρμαρος ελληνικός ναός και ο μόνος δωρικός με ανάγλυφες όλες του τις μετόπες. Πολλά τμήματα του γλυπτού διακόσμου, του επιστυλίου και των φατνωμάτων της οροφής έφεραν γραπτό διάκοσμο με κόκκινο, μπλε και χρυσό χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε πεντελικό μάρμαρο, εκτός από τον στυλοβάτη που κατασκευάστηκε από ασβεστόλιθο.
Το πτερό είχε 8 κίονες κατά πλάτος και 17 κατά μήκος. Στις στενές πλευρές υπήρχε και δεύτερη σειρά 6 κιόνων που δημιουργούσε την ψευδαίσθηση δίπτερου ναού. Μια άλλη ιδιομορφία ήταν η ύπαρξη ζωφόρου που περιέτρεχε το σηκό σε όλο του το μήκος και αποτελεί ίσως την πιο φανερή από τις ιωνικές επιδράσεις. Οι μετόπες της ανατολικής πλευράς απεικονίζουν την Γιγαντομαχία. Στην δυτική παριστάνεται Αμαζονομαχία, στη νότια Κενταυρομαχία και στη βόρεια σκηνές από τον Τρωικό Πόλεμο. Η ζωφόρος απεικονίζει την πομπή των Παναθηναίων, την πιο μεγάλη θρησκευτική γιορτή των αρχαίων Αθηνών. Η ζωφόρος περιέβαλε το ναό και απεικόνιζε μορφές θεών, ζώων και περίπου 360 μορφές ανθρώπων. Τα δύο αετώματα του ναού απεικονίζουν σκηνές από την μυθολογία: πάνω από την κύρια είσοδο του ναού, στα ανατολικά, την γέννηση της Αθηνάς και στην δυτική πλευρά την διαμάχη Αθηνάς και Ποσειδώνα για την κατοχή της Αττικής γης. Αν και ο ναός αυτός διέφερε από άλλους δωρικούς ναούς όσον αφορά στην έκταση της κόσμησής του, εντούτοις η κόσμηση αυτή δεν επηρέαζε την ενότητα του συνόλου, έτσι ώστε να δημιουργείται η τέλεια ισορροπημένη, ιδανική αρχιτεκτονική μορφή.
Στο εσωτερικό υπήρχε δωρική κιονοστοιχία σχήματος «Π» σε δύο ορόφους που δημιουργούσε ένα υπερώο, από το οποίο οι επισκέπτες μπορούσαν να θαυμάσουν από διάφορα σημεία το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Στον οπισθόδομο φυλασσόταν ο θησαυρός, δηλαδή τα πολύτιμα αφιερώματα της Αθηνάς. Η οροφή του στηριζόταν σε τέσσερις ιωνικούς κίονες. Η στέγη ολόκληρου του ναού, μαζί με τους στρωτήρες, τους καλυπτήρες και τα ακροκέραμα, ήταν μαρμάρινη, αλλά στηριζόταν σε μεγάλους ξύλινους δοκούς.
Ο Παρθενώνας παρουσιάζει τέλεια αρμονικές αναλογίες μέχρι την παραμικρή του λεπτομέρεια[1]• μολονότι ο ναός αυτός ήταν, κατ’ εξαίρεση, μεγαλύτερος από τους άλλους δωρικούς ναούς της εποχής του (με 8×17 κίονες, αντί για 6×13 που συνηθίζονταν τον 5ο αι. ΠΚΕ), οι αναλογίες του ήταν τόσο αρμονικές, ώστε να του προσδίδουν εκπληκτική ομοιογένεια μορφής, μνημειώδη μεγαλοπρέπεια και πρωτοφανή χάρη σε σύγκριση με τους βαρύτερους δωρικούς προκατόχους του.[2]
Στην φήμη του ναού συνέτειναν και οι αρχιτεκτονικές εκλεπτύνσεις, οι αδιόρατες αποκλίσεις από την κατακόρυφο και την οριζόντια κατεύθυνση και οι αρμονικές αναλογίες. Ο στυλοβάτης παρουσίαζε ελαφρά τυμπανοειδή καμπύλωση, οι ραδινοί κίονες απέκλιναν από την κατακόρυφο προς το κέντρο του ναού και η συνολική σχεδίαση ήταν πυραμιδοειδής. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχανόταν μία κίνηση προς τα μέσα και προς τα πάνω που μετέτρεπε τον Παρθενώνα σε ένα παλλόμενο οργανικό σύνολο. Οι αναρίθμητες αυτές λεπτότητες σχεδιάστηκαν με μεγαλοφυή τρόπο και εκτελέστηκαν με μαθηματική ακρίβεια.
Αλλά το μεγαλειώδες έργο του Φειδία και του Ικτίνου αποτελούσε απλά το κυρίαρχο στοιχείο ενός ευρύτερου σχεδίου, ένα ακόμα τμήμα του οποίου μπόρεσε να ξεκινήσει και να ολοκληρωθεί πριν από τον θάνατο του Περικλή. Εννοούμε, φυσικά, τα Προπύλαια, τις μνημειακές πύλες της Ακρόπολης, που οικοδομήθηκαν από τον αρχιτέκτονα Μνησικλή ανάμεσα στο 437 ΠΚΕ και στο 432 ΠΚΕ. Πρόκειται για ένα εντελώς πρωτότυπο μνημείο καθαρής αρχιτεκτονικής (δεν υπήρχε η παραμικρή ανάγλυφη διακόσμηση). Στόχος του αρχιτέκτονα εδώ δεν ήταν η εκ των προτέρων κατασκευή ενός ωραίου απομονωμένου όγκου στο κέντρο ενός αδιάφορου χώρου αλλά η εκλογίκευση των συστατικών μερών του τοπίου. Πάνω στον απόκρημνο βράχο που αποτελούσε στα δυτικά τη φυσική πρόσβαση στο λόφο της Ακρόπολης – εκεί κατέληγε από έναν ελικοειδή δρόμο η Ιερά Οδός – κατασκευάζει μια πολύ μεγάλη μνημειακή πρόσοψη, της οποίας οι πλευρές προχωρούν σα να θέλουν να αγκαλιάσουν τον επισκέπτη και μέσα από διαδοχικά πλατύσκαλα και δύο βαθιές στοές να τον οδηγήσουν στο οροπέδιο, όπου το άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου και ο Παρθενώνας αποκαλύπτονται ξαφνικά μπροστά στα μάτια του. Στο ύστατο αυτό αριστούργημα της Κλασικής εποχής του Περικλή, που η κατασκευή του διακόπηκε από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, η αρχιτεκτονική ταυτίζεται με τη δόμηση της μορφολογίας του χώρου και τη θεατρική σχεδόν απεικόνιση της κίνησης και του βλέμματος του ανθρώπου.[3]
Τα σχέδια του Σίνκελ για την Ακρόπολη
Τον 18ο αιώνα, στην εποχή του Διαφωτισμού, η Ευρώπη ανακαλύπτει την αρχαία Ελλάδα ως ιδέα και όραμα ήθους και ελευθερίας, δημοκρατίας, ισότητας και δικαιοσύνης. Ταυτόχρονα τα αρχαία Ελληνικά μνημεία ανυψώνονται σε αξεπέραστα πρότυπα ομορφιάς και τελειότητας, στα οποία πλέον αναζητούνται οι βασικοί κανόνες της αληθινής αρχιτεκτονικής. Στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν ολόκληρη η Ευρώπη κατακλύζεται από την αρχαία Ελλάδα, στην Αθήνα και στην Ακρόπολη συρρέει ένα πλήθος περιηγητών. Τώρα ο Παρθενώνας προσεγγίζεται με βάση τις τόσο διαδεδομένες εμπειριοκρατικές και ψυχολογικές αντιλήψεις θεώρησης των έργων τέχνης, που εκλαμβάνουν τα μνημεία ως πηγή άντλησης συγκινησιακών φορτίσεων και αφορμή εκκίνησης συνειρμικών συλλογισμών. Κατά το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα και ενώ ο όψιμος ευρωπαϊκός ιστορισμός είχε τελικά οδηγηθεί στην φάση του εκλεκτικισμού, η αστική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα εξακολούθησε να εμφορείται από την ισχυρή παράδοση του τοπικού νεοκλασικισμού. Εξέφραζε αυτός ένα μορφολογικό σύστημα, που είχε εδραιωθεί ήδη από το 1840 – με πρωτεργάτες τους αρχιτέκτονες της συνοδείας του Βαυαρού βασιλέα Όθωνα – πάνω στην δογματική προσέγγιση των αρχαίων κλασικών μνημείων της Αθήνας, της νεοσύστατης πρωτεύουσας του απελευθερωμένου έθνους.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, το 1834, το διάσημος Γερμανός αρχιτέκτονας Σίνκελ (K.F. Schinkel) εκπονεί ένα σχέδιο για τα ανάκτορα του νεαρού βασιλιά Όθωνα, τοποθετώντας τα πάνω στην Ακρόπολη με φόντο τον Παρθενώνα. «Με την δύναμη της φαντασίας του είχε έτσι μετατρέψει τον Παρθενώνα σε μια “διακόσμηση” του βασιλικού κήπου, ενώ τα ανάκτορα είχαν περιοριστεί στο ανατολικό άκρο του Βράχου. (…) Η σύνθεση αντανακλά τα οράματα του ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού, ειδικότερα τη ρομαντική του εκδοχή, σύμφωνα με την οποία νέα κτίρια συνδυάζονται με παλιά ερείπια»[4]. Τα σχέδια εκείνα φυσικά απορρίφθηκαν, καθώς κατέρριπταν και καθοσίωναν την εικόνα του Παρθενώνα ως το τελειότερο κτίριο που χτίστηκε ποτέ στον κόσμο – πεποίθηση που είναι βαθιά ριζωμένη στην αρχιτεκτονική σκέψη ακόμα και σήμερα.
Η Εθνική Βιβλιοθήκη
Η μετέπειτα πορεία του αθηναϊκού νεοκλασικισμού τον ανέδειξε σε ένα μοναδικό για την ιστορία της νεότερης αρχιτεκτονικής φαινόμενο, το οποίο, τόσο με την αισθητική συνοχή των εκφραστικών του μέσων όσο και με την πρωτόγνωρη σε χρονική διάρκεια παρουσία του, ανταποκρίθηκε με συνέπεια στις ιδεολογικές και γενικότερες πολιτισμικές απαιτήσεις της σύγχρονής του νεοελληνικής κοινωνίας. Είναι αναγκαίο να προσθέσουμε εδώ μια σημαντική παρατήρηση που αφορά στη δυνατότητα που απέκτησε ο αθηναϊκός νεοκλασικισμός να αποσπαστεί από τον εφήμερο και επιδερμικό χαρακτήρα των εκλεκτικών ρευμάτων και να μετουσιωθεί σε “ιστορικό” ρυθμό, με την έννοια δηλαδή ενός αυτοδύναμου μορφολογικού συστήματος, καλλιεργημένου στο χρονικό διάστημα δύο τουλάχιστον γενεών. Ενός συστήματος που παρουσίασε τη φάση της πρωιμότητας, αργότερα εκείνη της ακμής – διαπιστωμένης στην πάνδημη αποδοχή του, στη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα δημιουργίας – και, τέλος, μια περίοδο κάμψης, όταν οι νεωτεριστικές τάσεις απαιτούσαν ουσιαστική διάζευξη με το, ούτως ή άλλως, φθίνον αίσθημα του “ιδεολογικού” νεοκλασικισμού. Γιατί όπως ήταν φυσικό, ήδη κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, οι ταχέως εξελισσόμενες οικονομικές και ταξικές δομές, καθώς και οι πολιτισμικές συνθήκες της νεοπαγούς αστικής κοινωνίας ήταν από μόνες τους ικανές να αποτελέσουν την πλέον σημαντική παράμετρο μετάπτωσης των αισθητικών προτύπων της σε όλα τα επίπεδα της καλλιτεχνικής έκφρασης.
Κλασικό παράδειγμα αυτής της περιόδου αποτελεί το κτίριο που στεγάζεται η Εθνική Βιβλιοθήκη. Το κτίριο αυτό αποτελεί μέρος της Νεοκλασικής Τριλογίας της πόλεως των Αθηνών: Ακαδημία – Πανεπιστήμιο – Βιβλιοθήκη. Αποτελείται από τρία συμπαγή τμήματα, από τα οποία στο μεσαίο, που είναι και το μεγαλύτερο, λειτουργεί το αναγνωστήριο. Η είσοδος σε αυτό γίνεται από ένα πρόστυλο δωρικού ρυθμού που θυμίζει έντονα τη δυτική όψη του Παρθενώνα[5]. Το αναγνωστήριο, με περιμετρικούς κίονες ιωνικού ρυθμού, στεγάζεται με γυάλινη οροφή. Το κτίριο γενικά θεωρείται δείγμα του ώριμου νεοκλασικισμού, δείχνει όμως και την βαθμιαία μετατροπή των αντιλήψεων στην αρχιτεκτονική στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν διάφορα στοιχεία πέρα από εκείνα της Αρχαιότητας, αρχίζουν να χρησιμοποιούνται ελεύθερα στις συνθέσεις του νεοκλασικισμού. Το μνημειακό κλιμακοστάσιο με τους δύο κυκλικούς βραχίονες – σε αναγεννησιακό ύφος – ανήκει σε αυτές τις επιδράσεις. Ενδιαφέρον έχουν επίσης οι χυτοσιδηρές κατασκευές των βιβλιοστασίων στο εσωτερικό του κτιρίου, οι οποίες θεωρήθηκαν εκπληκτικές για τα δεδομένα της εποχής[6].
Η μεταπολεμική περίοδος
Συντηρητική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ενδεχομένως η τάση επαναφοράς στην μεταπολεμική πολιτισμική ζωή της χώρας, του αιτήματος της “ελληνικότητας” ή της “επιστροφής στις ρίζες” που είχε αποκρυσταλλωθεί σε διάφορες εκδοχές κατά τις δεκαετίες του ’20 και του ’30. Ωστόσο, η τάση αυτή δεν είχε τίποτα να κάνει με την επίκληση του “κλασικού” πνεύματος και την συμβατική αντιμετώπισή του από το συντηρητικό κατεστημένο. Συνέδεε το αίτημα της “ελληνικότητας” μ’ ένα αίτημα “αλήθειας”. Γι’ αυτό, όσο κι αν είχε ως άξονα αναφοράς την “ελληνική παράδοση”, είχε δείξει και εξακολουθούσε να δείχνει ζωηρότατο ενδιαφέρον για ορισμένες τουλάχιστον εκφάνσεις του μοντερνισμού. Οι ικανότεροι μάλιστα εκπρόσωποι αυτής της τάσης είχαν κατορθώσει να συναιρέσουν με επιτυχία τα διδάγματα του μοντερνισμού σε όσα οι ίδιοι αντιλαμβάνονταν ως αξίες και τρόπους της ντόπιας παράδοσης. Έτσι, αν μέχρι το 1950 επικρατούσε στο κέντρο της Αθήνας ένας απλοποιημένος ή εκσυγχρονισμένος κλασικισμός, δέκα χρόνια αργότερα εμφανίστηκε ένας κλασικίζων μοντερνισμός με δύο ηγετικά παραδείγματα: την Αμερικανική Πρεσβεία των W. Gropius/TAC (1959-61) και το ξενοδοχείο Χίλτον των Βουρέκα, Βασιλειάδη και Στάικου (1958-63). Το πρώτο, με την αυστηρά συμμετρική διάταξη, την περιμετρική κιονοστοιχία, το κεντρικό αίθριο και τις επενδύσεις από λευκό μάρμαρο, παρέπεμπε απευθείας στην κλασική Ελλάδα, αλλά προπάντων απηχούσε τις τρέχουσες τότε τάσεις της αμερικανικής αρχιτεκτονικής[7].
Σημειώσεις-παραπομπές
[1] Όλες οι κύριες διαστάσεις του, τόσο της κάτοψης όσο και της ανωδομής του, ακολουθούσαν ένα ενιαίο σύστημα αριθμητικών αναλογιών 4:9, το οποίο συνδυάστηκε με ένα δεύτερο σύστημα αναλογιών 3:5:8, γνωστό ως «χρυσή τομή», για τις σχέσεις των διαφόρων αρχιτεκτονικών μελών.
[2] Γιαννόπουλος κ.ά, (2000), σσ. 198-199.
[3] Εγκυκλοπαίδεια «Ιστορία της Τέχνης Larousse, 1994, σσ. 154-165.
[4] Φιλιππίδης, (2001), σ. 33.
[5] Παρ’ όλη την ομοιότητά της με τον Παρθενώνα, η πρόσοψη της Βιβλιοθήκης θεωρείται ότι έχει πρότυπο το ναό του Ηφαίστου στην Αρχαία Αγορά (Θησείο)• βλ. ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού: http://www.culture.gr/2/21/213/21301n/g213an20.html.
[6] Φιλιππίδης, (2001), σσ. 61-2.
[7] Στο ίδιο, σ. 75.
Βιβλιογραφία
Συλλογικό έργο, (1994), Εγκυκλοπαίδεια «Ιστορία της Τέχνης Larousse», τ. 1, , Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Γιαννόπουλος, Ιω. Κατσιαμπούρα, Γ. Κουκουζέλη, Α., (2000), Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Β΄: Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, Πάτρα: ΕΑΠ,.
Φιλιππίδης, Δ., (2001) Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, τόμος Δ΄, Ιστορία της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, Πάτρα: ΕΑΠ.
© 2004 Ανδρονίκη Μαστοράκη
Licensed under a Creative Commons Attribution-ShareAlike 4.0 International License. Writers are the copyright holders of their work and have right to publish it elsewhere with any free or non free license they wish.