Ζάλμοξις και Γετοδάκες, ο γετικός μύθος των υπερβορείων θρακικών φύλων

Ζάλμοξις και Γετοδάκες, ο γετικός μύθος των υπερβορείων θρακικών φύλων

Κ. Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, Πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου

Παραπομπή ως:Τσοπάνης, Κ. (2006). Ζάλμοξις και Γετο-Δάκες, ο γετικός μύθος των υπερβορείων θρακικών φύλων. Archive, 2, 24–39 DOI:10.5281/zenodo.4585615, ARK:/13960/t0ps8371t

Abstract
Getae and Dacians were the northernmost Thracian tribes that were settled in the areas beyond Istros River, which today flows under the name Danube. Due to this geographical location, they were more isolated from the rest of the Thracians and came into more direct contact with the barbarian tribes that sometimes descended from northern Europe or entered it from the Asian steppes. The water barrier of the Danube on the one hand and the vast shady forests of the country in which they lived on the other hand were the reason why we do not know much about their historical route. And as Thrace was the great reservoir of myths: Orpheus, Dionysus, etc. it did not take long for the “getic myth” to be created. And among the Getae, has been Zalmoxis.

Οι Γέτες μαζί με τους Δάκες αποτελούσαν τα βορειότερα θρακικά φύλα που ήταν εγκατεστημένα στις περιοχές πέραν του Ίστρου, ο οποίος σήμερα κυλά τα νερά του με το όνομα Δούναβης. Λόγω αυτής ακριβώς της γεωγραφικής τους τοποθετήσεως ήταν πιο αποκομμένοι από τους υπολοίπους Θράκες και έρχονταν σε πιο άμεση επαφή με τις βαρβαρικές φυλές που κατά καιρούς κατέρχονταν από την βόρεια Ευρώπη ή εισέρχονταν σε αυτήν από τις Ασιατικές στέπες. Το υδάτινο εμπόδιο του Δουνάβεως αφ’ ενός και τα σκιώδη αχανή δάση της χώρας μέσα στα οποία κατοικούσαν αφ’ ετέρου στάθηκαν η αιτία τού να μην γνωρίζουμε πολλά για την ιστορική τους διαδρομή. Και όπως η Θράκη ήταν η μεγάλη δεξαμενή των μύθων: Ορφεύς, Διόνυσος, κ. α. δεν άργησε να δημιουργηθεί και ο «γετικός μύθος». Και μεταξύ των Γετών, ο Ζάλμοξις.

Η δημιουργία του μύθου
Οι Γετοδάκες μέχρι την ρωμαϊκή κατάκτηση και τον εποικισμό της χώρας τους έζησαν σε αυτήν, σχεδόν απομονωμένοι από τους υπολοίπους λαούς της Μεσογείου, μέσα στην ασφάλεια που τους παρείχε το φυσικό εμπόδιο του ποταμού Ίστρου. Για αιώνες, οι υπόλοιπες φυλές, ακόμα και αυτές των άμεσων συγγενών τους, Θρακών, είτε δεν περνούσαν ποτέ το ποτάμι, είτε εάν το περνούσαν έστεκαν ενεοί μπροστά στα σκιώδη δακικά δάση και έπαιρναν την οδό της επιστροφής μη τολμώντας να εισχωρήσουν σε αυτά. Από αυτήν την οδό της επιστροφής, έφτασε ο αρχαίος κόσμος στον μύθο. Μέσα από την άγνοια για αυτόν τον λαό και από το μυστήριο που τον τύλιγε, δημιουργήθηκε ο «γετικός μύθος». Ο μύθος για κάποιον υπερβόρειο λαό που ζούσε σε μια παράξενη μυθική χώρα τόσο πλούσια όσο και ανεξερεύνητη. Μια χώρα γεμάτη πολύτιμους λίθους με μαγικές ιδιότητες, λίθους που εμπεριείχαν δυνάμεις και μυστήρια. Ένα ακόμα γεγονός που της πρόσθετε μια επιπλέον γοητεία. Μια χώρα στην οποία φύονταν τα βότανα που η Μήδεια έφτιαχνε τα δηλητήρια της. Το ίδιο το ποτάμι, ως μια προσωποποιημένη θεότητα, ο ιερός Ίστρος, γινόταν υπερασπιστής αυτής της χώρας και του λαού της εμποδίζοντας κάθε εισβολέα να περάσει ή καταποντίζοντας τον. Έτσι έκρυβε από τα βλέμματα των εισβολέων το μυστικό της. Και όποιος κατάφερνε να γλιτώσει από το ποτάμι τον εξαφάνιζε το δακικό δάσος. Το φοβερό δακικό δάσος. Το δάσος ήταν το σκοτεινό βάθος όπου εξυφαίνετο, το μυστικό του γετοδακικού μύθου. Για τον νου των αρχαίων όλα αυτά ήταν όχι μόνο ένας μύθος που ενέπνεε φόβο, αλλά κάτι μαγικό, που πήγαζε από το πνεύμα αυτού του λαού, και γινόταν υπερασπιστής του, κρύβοντας την πραγματικότητα.

Ο «γετικός μύθος» άρχισε να πλάθεται από τους Έλληνες. Οι Αμαζόνες του Ομήρου που με την βασίλισσα του Πενθεσίλεια παίρνουν μέρος στον Τρωικό πόλεμο, φέρονται από την παράδοση ως γυναίκες των Γετοδακών. Οι ίδιοι οι Γετοδάκες πολεμούν εναντίον των Αχαιών. Και ο μύθος συνεχίζεται στους Ρωμαίους. Για τους Ρωμαίους ο Ίστρος ήταν το υπερβόρειο όριο, από οπού άρχιζαν οι γαίες του γετικού λαού. Ο Μαρτιάλης στα Επιγράμματά του κάνει υπαινιγμούς στο μυστήριο και στους κινδύνους αυτής της χώρας, την ίδια στιγμή που ένας αυτοκράτωρ όπως ο Δομιτιανός γνώριζε εκεί την ατυχία των όπλων. Ο κατακλυσμός, τον οποίον περιμένει ο αρχαίος κόσμος πως θα έρθει να βάλει τέρμα στην ανθρωπότητα, για τους Ρωμαίους, σχεδόν σίγουρα, θα προέλθει από τον Δούναβη που με ένα μόνο κύμα του θα καταπνίξει την αυτοκρατορία. Ο Σενέκας σε μια μεγαλειώδη διήγηση του περιγράφει το πώς, όταν ο Δούναβης εξαπολυόμενος, θα υψώσει τα ύδατα του έως τον ουρανό και «μέσα σε μια μόνη κατακλυσμιαία δίνη, θα καλύψει μια απέραντη έκταση γαιών και πόλεων.» Όταν έγραφε αυτή την σελίδα, που θυμίζει το τρομακτικό όραμα του κατακλυσμού του Μιχαήλ Αγγέλου, (Capela Sixtina), ο φιλόσοφος προαισθανόταν και ίσως δεν γελάστηκε, ότι από εκεί, από τον Δούναβη, αν και όχι τόσο σύντομα αλλά ούτε και πολύ αργά, θα προερχόταν το τρομερό θέαμα της «μοιραίας ημέρας», στα αλήθεια το τέλος του κόσμου. Μια ακόμα μεταξύ των άλλων προφητειών του Σενέκα. Και θα εκπληρωνόταν όχι με τα νερά του Δουνάβεως, αλλά με την βία των Γότθων οι οποίοι, πράγμα παράξενο -με το όνομα των Γετών, και με την ίδια ιστορία μετασχηματισμένη σε δική τους ιστορία, και με θεό τον Ζάλμοξη, και όχι τον θεό της Βαλχάλα- θα ανέτρεπαν όλον τον αρχαίο κόσμο και θα έφταναν νικηφόροι έως την Ισπανία. Το μυστικό της χώρας των Γετών παρέμενε φυλαγμένο ακόμα και την εποχή του Σενέκα. Ο φιλόσοφος γράφει με κάθε ακρίβεια μόνο για το μεγάλο ποτάμι που περίζωνε την χώρα, και για τις ελληνικές πόλεις που ήταν διασπαρμένες στις ακτές του Πόντου. Όσο για τα υπόλοιπα, τίποτα περισσότερο παρά μόνο τη φήμη για τα φοβερά γετικά τόξα. Τόσα μπορούσε να γνωρίζει ο Σενέκας, και κανείς άλλος δεν γνώριζε περισσότερα. Ο Δούναβης φύλαγε καλά τα μυστικά του. Οι άνθρωποι κρύβονταν στα βουνά- Daci montibus inhaerent. Τα δάση ήταν σκοτεινά και κάλυπταν ολόκληρη την γεμάτη κινδύνους χώρα.

Αλλά και αφότου καταλαμβάνουν τη χώρα και την εποικίζουν, οι Ρωμαίοι δεν περιγράφουν από αυτήν παρά μόνο συγκεκριμένα γεγονότα. Ποτέ δεν έγραψαν την πραγματική ιστορία των Γετών, την ιστορία του «Γετικού μύθου», πολύ μεγαλύτερη και πιο σημαντική από αυτήν των συγκεκριμένων πράξεων τις οποίες ονομάζουμε ιστορικές. Το συγκεκριμένο γεγονός φθείρει, δεν εξυπηρετεί παρά μόνο μια διήγηση. Ο Μύθος είναι αιώνιος και ακόμα και αν παίρνει διάφορες μορφές και συνηθίζει να κρύβεται, η αλήθεια του είναι παρούσα και προβάλλεται στο μέλλον. Η γετική ιδέα είναι ένας από τους πιο έμμονους και ισχυρούς μύθους της φαντασίας των αρχαίων.

Στην ιστορία λοιπόν αυτής της χώρας και αυτού του λαού διακρίνονται δύο πλάνα του Γετο-δακικού κόσμου τα οποία και θα πρέπει να διαχωρίσουμε. Το ένα πλάνο είναι το πραγματικό της άμεσης γνώσεως που είχαν ξεκάθαρο οι αρχαίοι, από τον Μέγα Αλέξανδρο μέχρι τους Ρωμαίους, μέσω των πολέμων. Αυτό το συμπληρώνουν οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις με τα ευρήματα που φέρνουν στο φως, πολύ λίγα στην πραγματικότητα, αφού επρόκειτο περί ενός «πολιτισμού του ξύλου». Οι Γέτες και ο Ίστρος, για τους Έλληνες, όπως οι Δάκες και ο Δανούβιος για τους Ρωμαίους είναι ακριβή ονόματα σε αυτό το πλάνο. Το άλλο πλάνο, είναι το πλάνο του «Γετικού μύθου» που πλάστηκε από τους Έλληνες και υιοθετήθηκε από τους Ρωμαίους. Εκεί υπάρχει η μυθική χώρα των Γετών και ο «ιερός Ίστρος», από οπού θα προέλθει ο κατακλυσμός, με το δέλτα και τις χίλιες εκβολές. Ένας κόσμος πρωτόγονου θάρρους, καθαρότητας και δικαιοσύνης. Για τους αρχαίους ήταν δεδομένη η ιδέα ότι πρέπει να υπάρχει κάπου μακριά, στην Δύση ή τον Βορρά ένας κόσμος αδιατάρακτης ευτυχίας, φυλαγμένος από κάθε παρείσφρηση. Ένας κόσμος όπως αυτός των Ηλυσίων Πεδίων που η ζωή των ανθρώπων θα θυμίζει εκείνη των θεών και που δεν θα ανήκει μόνο σε όσους οι θεοί αποφάσισαν να εγκαταστήσουν εκεί και οι οποίοι δεν θα είναι είτε πνεύματα, είτε ημίθεοι και ήρωες. Ένας κόσμος ανθρώπινης ευτυχίας φτιαγμένος για τους ανθρώπους. Τέτοιοι κόσμοι πρέπει να υπάρχουν αλλά είναι μυστικοί. Κρύβονται στους ψηλούς βράχους άγνωστων βουνών. Στην Μαρπέσια του Καυκάσου οι Αμαζόνες. Στα Καρπάθια οι Γέτες. Φαίνεται πως αυτοί ήταν πιο δίκαιοι από τις Αμαζόνες, αφού κάπου στην χώρα τους, στην νήσο Λευκή, στα παράλια του Πόντου, η Θέτις μετέφερε τον Αχιλλέα, για να κατοικήσει αιώνια. Ήταν τραχείς και αθώοι, «το άγριο καλό» των αρχαίων. Μέσα από την νοσταλγία για ένα τέτοιο κόσμο το πρώτο πλάνο συχνά ταυτίστηκε με το δεύτερο. Έχοντας λοιπόν υπόψη αυτήν την διάκριση τώρα μπορούμε να εξετάσουμε τις ιστορικές και φιλολογικές πηγές τις σχετικές με την ιστορία των Γετοδακικών φύλων.

Καταγωγή και πατρίδα των Γετοδακικών φύλων
Πανάρχαια κοιτίδα των Γετοδακικών φύλων υπήρξε η άνω του ποταμού Ίστρου, (σημερινού Δουνάβεως) περιοχή, που εκτείνετο από τα όρη των Καρπαθίων έως τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Με δύο λόγια, η περιοχή που καλύπτει η σημερινή νότιο-ανατολική Ρουμανία. Στην ιστορία έγιναν γνωστοί ως Γέτες, όνομα που τους έδωσαν οι Έλληνες, ενώ η χώρα τους έμεινε γνωστή ως Δακία, όνομα που της έδωσαν οι Ρωμαίοι. Αυτή η «ιδιομορφία» οφείλεται στο ότι εμείς οι Έλληνες γνωρίσαμε πιο καλά τους Γέτες εξαιτίας του γεγονότος ότι εκείνοι αλλάζανε ακαταπαύστως οικισμούς και περνούσαν από την μια στην άλλη όχθη του Ίστρου, ανακατεύομενοι με τους υπολοίπους Θράκες και τους Μύσιους, αλλά και λόγω του ότι κατοικούσαν στα ανατολικά της χώρας προς τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας τα οποία και αποικίστηκαν από Έλληνες. Οι άποικοι έρχονταν σε επαφή κυρίως με τους Γέτες με τους οποίους συνόρευαν, με αποτέλεσμα να τους ονομάσουν όλους Γέτες. Σε αυτό συνέβαλλε και το γεγονός ότι είχαν κοινή καταγωγή αλλά μιλούσαν και την ίδια γλώσσα με τους Δάκες οι οποίοι κατοικούσαν δυτικά, στην ενδοχώρα, κατά μήκος του Ίστρου, συνορεύοντας με τα Γερμανικά-γοτθικά φύλλα. Όταν οι Ρωμαίοι με την σειρά τους κατέλαβαν την χώρα, ήρθαν κυρίως σε επαφή με τους Δάκες με αποτέλεσμα, κατά την συνήθεια τους, να ονομάσουν την νεοκατακτημένη χώρα Dacia Felix. (ευτυχισμένη Δακία). Έκτοτε και τα δύο ονόματα χρησιμοποιούνταν εξ ίσου για να δηλώσουν τα θρακικά φύλλα του Δουνάβεως και των Καρπαθίων.

Τα στοιχεία που μας διασώζει η ιστορία για αυτά τα θρακικά φύλα και για την χώρα που κατοικούσαν δεν είναι πολλά. Για τον αρχαίο κόσμο, η Δακία των τρομερών πολεμιστών των Καρπαθίων και του θεού Ζάλμοξι ήταν, μέχρι την κυριαρχία του Τραϊανού, μια τραχιά χώρα, σχεδόν αδιάβατη, τυλιγμένη στο μυστήριο. Κανείς δεν γνώριζε καλά τους ανθρώπους που κατοικούσαν σε αυτό το στεφάνι των βουνών, και ούτε από πότε είχαν την συνήθεια να κατεβαίνουν για να πολεμούν εκτός των συνόρων τους. Οι άνθρωποι αυτοί, -Γέτες ή Δάκες αθάνατοι- και η χώρα τους, ήταν ερμητικά κλειστοί για τους αρχαίους. Οι Έλληνες τους πλησίασαν μόνο στα παράλια της θάλασσας του Πόντου, χωρίς να ριψοκινδυνεύσουν πολύ στο εσωτερικό. Εξάλλου οι Έλληνες σαν ως ναυτικός και εμπορικός λαός, πάντοτε ενδιαφέρονταν ιδιαιτέρως για τα παράλια τα οποία και αποικούσαν ιδρύοντας πόλεις, πολλές εκ των οποίων υφίστανται και ευημερούν έως και σήμερα, ενώ έτρεφαν μια παράξενη «αποστροφή» για την ενδοχώρα. Οι Ρωμαίοι με την σειρά τους, μέχρι την κατάληψη της χώρας γνώρισαν μόνο τους Δάκες πολεμιστές. Ο Δούναβης τους ενέπνεε φόβο.

Ωστόσο αυτές οι φυλές δεν μας είναι εντελώς άγνωστες. Οι πρώτες άμεσες πληροφορίες μας προέρχονται από τους αρχαίους Έλληνες ιστορικούς Ηρόδοτο, Στράβωνα, κ.α., καθώς και απο τους Έλληνες αποίκους των παραλίων της Μαύρης θάλασσα. Γνώριζαν μάλιστα και τις μεταξύ τους διαιρέσεις. Ο Στράβων σημειώνει σχετικά: «Υπάρχει, – λέει μιλώντας περί της χώρας των Γετών,- και μια άλλη παλαιότερη διαίρεση της χώρας, σύμφωνα με την οποία μερικοί ονομάζονται Δάκες και οι άλλοι Γέτες. Τους έλεγαν Γέτες ή Δάκες, και οι Έλληνες οι οποίοι τους θεωρούσαν συγγενείς των Θρακών- «τους πιο γενναίους και τους πιο δίκαιους μεταξύ των Θρακών», σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, – έλεγαν ότι ο θεός του πολέμου Άρης, γεννήθηκε μεταξύ τους.» Γνώριζαν όμως πως μια τέτοια ιδέα μπορούσε να είναι μονάχα ένας θρύλος, γιατί άλλος θεός, πιο μεγάλος και μόνος , κυριαρχούσε στις τύχες αυτού του λαού. Οι Δάκες πίστευαν στον Ζάλμοξη. Και ο Πλάτων ισχυριζόταν ότι ο Ζάλμοξις έκανε αυτούς τους ανθρώπους αθανάτους.

Ο Ηρόδοτος, ο οποίος μας εξηγεί την μυθολογική καταγωγή αυτού του λαού, μας δίνει και τις πιο παλιές πληροφορίες περί της ιστορίας, των ηθών και της θρησκείας του. Οι Γέτες, αν και εθνικώς ανήκαν στους Θράκες συνόρευαν και κάποτε αναμειγνύονταν με τους Σκύθες, διέφεραν όμως ουσιαστικά και από τους μεν και απο τους δε. Νόμιζαν τους εαυτούς τους αθανάτους και πίστευαν ως θεό τον Ζάλμοξη. Αυτός ήταν μια προσωπικότητα βαθιά επηρεασμένη από τον ορφισμό, αν και κάποιες ιστορικές μαρτυρίες ,τον θέλουν πολύ μεταγενέστερο του Πυθαγόρα και ο ίδιος έδρασε εντελώς έξω από τους χώρους που αναπτύχθηκε το ορφικό κίνημα.

Ο θρύλος του Ζάλμοξι
«Σύμφωνα με όσα έμαθα από τους Έλληνες που κατοικούν στον Ελλήσποντο και στον Πόντο -λέει ο Ηρόδοτος- αυτός ο Ζάλμοξις ήταν ένας άνθρωπος που ζούσε στη Σάμο σαν σκλάβος. Ήταν δούλος του Πυθαγόρα του γιου του Μνησάρχου. Στην συνέχεια, κερδίζοντας την ελευθερία του, λέγεται ότι συγκέντρωσε μια τεράστια περιουσία και πλουτίζοντας, επέστρεψε στην πατρίδα του. Και καθώς οι θράκες (Γέτες) διήγαγαν μια μίζερη ζωή και ήταν απαίδευτοι, εκείνος ο Ζάλμοξις, που ανατράφηκε στα ιωνικά ήθη και είχε μια μόρφωση πιο στέρεα από ότι εκείνη των θρακών, λόγω του ότι ήταν σε επαφή με τους Έλληνες και ιδίως με έναν από τους πιο σημαντικούς Έλληνες φιλοσόφους, με τον Πυθαγόρα, έβαλε να του χτίσουν μια αίθουσα για την υποδοχή και την φιλοξενία των πιο επιφανών συμπολιτών του, όπου τους δίδασκε πως ούτε αυτός, ούτε εκείνοι, ούτε κανείς από όσους θα γεννηθούν ανάμεσά τους δεν θα χαθούν, αλλά θα πάνε σε ένα μέρος όπου θα ζούνε αιωνίως, απολαμβάνοντας όλα τα αγαθά. Όταν έκανε αυτές τις αποκαλύψεις και μίλησε έτσι, έσκαψε μια υπόγεια κατοικία και, αμέσως μόλις την τελείωσε, έγινε άφαντος για τους θράκες. Κατεβαίνοντας στην υπόγεια κατοικία, έμεινε κρυμμένος εκεί για τρία χρόνια.

Οι Θράκες τον πένθησαν και τον έκλαψαν σαν νεκρό. Τον τέταρτο χρόνο όμως, τους επανεμφανίστηκε, επιβεβαιώνοντας έτσι τα λεγόμενα του. Αυτά τα έλεγαν οι Έλληνες”. «Σε ό,τι με αφορά», προσθέτει ο Ηρόδοτος, «εγώ ούτε τα θέτω εν αμφιβόλω, αλλά ούτε και πιστεύω εξ ολοκλήρου αυτή τη διήγηση του Ζάλμοξι και της υπογείου κατοικίας του. Η άποψή μου είναι πως ο Ζάλμοξις έζησε πολλά χρόνια προ του Πυθαγόρα. Και πιστεύω ότι είναι αρκετά τα όσα είπα, είτε στην περίπτωση που υπήρξε ένας άνθρωπος με το όνομα Ζάλμοξις, είτε ήταν μια γηγενής θεότητα των Γετών». Η εξήγηση του Ηροδότου, που γνώριζε καλά τους Γέτες αφού έκανε τον γύρο των ακτών του πόντου, συμπληρώνεται αργότερα από τον Στράβωνα με νέες λεπτομέρειες περί του Ζάλμοξη. «Αυτός ο Γέτης» λέει ο Στράβων, «δέχθηκε από τον Πυθαγόρα τις γνώσεις περί των άστρων, τις οποίες εμπλούτισε αργότερα στην Αίγυπτο, όπου διήγε βίο περιπλανωμένου. Όταν γύρισε στην πατρίδα του, έλκυσε την προσοχή του λαού και των ηγετών με τις μαντείες τις οποίες έκανε από τα σημάδια και τα ουράνια φαινόμενα και έφτασε μέχρι να πείσει τον βασιλιά να μοιραστεί την εξουσία με έναν άνθρωπο όπως αυτός, που μπορούσε να διερμηνεύσει την θέληση των θεών. Έγινε έτσι ο μεγάλος ιερέας του θεού τον οποίον οι Γέτες σέβονταν ιδιαιτέρως, και μετά έφτασε να υπολογίζεται αυτός ο ίδιος ως θεός. Και βρίσκοντας σε ένα μέρος όπου ήταν δυσπρόσιτο μια βαθιά σπηλιά, μπήκε σε αυτήν, μη βγαίνοντας πια από εκεί παρά μόνο πολύ σπανίως και μη έχοντας επικοινωνία με κανέναν άλλον εκτός από τον βασιλιά και τους συμβούλους του». Αργότερα θεωρήθηκε ιερό ακόμα και το σπήλαιο στο οποίο αποτραβήχτηκε ο Ζάλμοξις και ονομάστηκε, μας λέει ο Στράβων, ιερό βουνό, ενώ το αληθινό του όνομα, το οποίο έδωσε και σε ένα ποτάμι που κυλούσε στους πρόποδες του ήταν Κογκαϊόνον. Από τον Στράβωνα επίσης γνωρίζουμε ότι ο μεγάλος ιερέας του Ζάλμοξη την εποχή του βασιλιά Βοϊρεβίστα, εναντίον του οποίου ο Καίσαρ ήταν έτοιμος να ξεκινήσει πόλεμο, ήταν ο Δεκένεος.

Η φήμη του θεού Ζάλμοξη, περί του οποίου ο Ηρόδοτος δεν ήξερε να πει εάν ήταν αληθινός θεός ή άνθρωπος, έφτασε, παρ’ όλον τον ελληνικό σκεπτικισμό, μέχρι την Αθήνα, όπου η σοφία του ήταν δεδομένη σαν παράδειγμα και εξετάζεται με προσοχή όχι από οποιονδήποτε άλλον παρά από τον ίδιον τον Πλάτωνα. Στον διάλογο του «Χαρμίδης», ο Πλάτων διδάσκει τους Έλληνες περί της υγείας του σώματος και της ψυχής και τους μιλά για τον Ζάλμοξη: «όπως γνωρίζεις και εσύ Χαρμίδη, -λέει ο φιλόσοφος- από τους έμπειρους γιατρούς που λένε, όταν τους ζητά κανείς κάποια συμβουλή για μια ασθένεια των ματιών, ότι τα μάτια δεν μπορούν να γιατρευτούν χωρίς να γιατρευτεί πρώτα το κεφάλι, ο νους, έτσι επίσης είναι παράλογο να ζητάς να γιατρευτεί ένα άρρωστο κεφάλι χωρίς να γιατρευτεί πιο πριν ολόκληρο το σώμα… έτσι είναι και με αυτόν τον εξορκισμό μας. Τον έμαθα στον στρατό από κάποιον από τη Θράκη, μεταξύ των γιατρών του Ζάλμοξι, περί του οποίου λέγεται ότι έκανε αθανάτους τους ανθρώπουςΟ Ζάλμοξις, ο βασιλιάς μας, που είναι θεός, – έλεγε αυτός ο Θράκας “ισχυριζόταν ότι, όπως τα μάτια δεν μπορούν να γιατρευτούν χωρίς ολόκληρο το κεφάλι και ούτε το κεφάλι χωρίς ολόκληρο το σώμα, έτσι το ούτε το σώμα δεν μπορεί να γιατρευτεί χωρίς την ψυχή, αλλά αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον οι περισσότεροι από τους Έλληνες γιατρούς αποτυχαίνουν σε σχέση με πολλές ασθένειες, επειδή δεν γνωρίζουν το όλον το οποίον πρέπει να γιατρέψουν, γιατί εάν δεν πάει αυτό καλά, ούτε τα μέρη δεν μπορούν να πάνε καλά». (Ο Χαρμίδης υπερηφανευόταν ότι ήξερε ένα γιατρικό και ένα ξόρκι εναντίον των πονοκεφάλων, (Πλάτων, Χαρμίδης, 155 e).

H τόσο υψηλή σοφία αυτού του πυθαγορικού θεού που λατρευότανε στις κορυφές των Καρπαθίων κατόρθωσε να οργανώσει τις πολυάριθμες θρακικές φυλές των Γετοδακών σε μια ενότητα η οποία, χωρίς την μεσολάβηση ενός φωτισμένου και δυναμικού ηγέτη, όπως συμβαίνει πάντοτε στην ιστορία, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί. Τους δίδαξε τις αγροτικές εργασίες και τους έμαθε να κατασκευάζουν κοινότητες και εγκαταλείποντας τον νομαδικό τρόπο ζωής τους, εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε έναν τόπο. Ο Στράβων ένεκα τούτου τον ονομάζει «ιδρυτή πόλεων». Τις φυλές που εξουσίασε τις οργάνωσε σε μια βάση αλληλεγγύης, εθνικής ενότητας και δικαιοσύνης που παρήγαγε ομοφωνία και αδελφική αγάπη. Επίσης επέβαλλε ανοχή, που ηρεμεί τα ένστικτα και ενέπνευσε έναν πατριωτισμό. Αλλά κυρίως μέσα από μια βαθιά θρησκευτική πίστη, την οποία αναμόρφωσε και τελειοποίησε σύμφωνα με τα ορφικό-πυθαγορικά πρότυπα, επέφερε την φυλετική συνοχή που ήταν η κορωνίδα του αναμορφωτικού του έργου.

Εμφύτευσε στην ψυχή των Γετών την ιδέα της αθανασίας. Από τον Ηρόδοτο γνωρίζουμε επίσης αυτήν την ιδέα, καθώς και τις παράξενες πρακτικές που συνδέονταν με αυτήν. «Οι Γέτες δεν πιστεύουν ότι πεθαίνουν», λέει ο Ηρόδοτος “αλλά ότι εκείνοι οι οποίοι μακαρίζονται πηγαίνουν στον θεό τους Ζάλμοξη, τον οποίον ονομάζουν και Γκεμπελεΐση. Κάθε πέντε χρόνια αυτοί στέλνουν έναν δικό τους, επιλεγμένο στην τύχη, σαν απεσταλμένο στον Ζάλμοξη, εμπιστευόμενοι σε αυτόν όλα όσα ο καθένας είχε να ζητήσει.» Και ο ιστορικός μας λέει πως γινόταν αυτή η ασυνήθιστη ανάληψη αποστολής: «Κάθονταν» λέει «μια ομάδα από αυτούς στην σειρά και έπαιρναν ο καθένας από τρία ακόντια. Οι άλλοι, αδράχνοντας από τα χέρια και τα πόδια εκείνον τον οποίον αποφάσισαν να στείλουν, τον σήκωναν ψηλά και τον πετούσαν στις αιχμές των δοράτων. Εάν κατά την πτώση τρυπιόταν και πέθαινε, πίστευαν ότι ο θεός είναι ευμενής. Εάν δεν πέθαινε, κατηγορούσαν εκείνον που στάλθηκε και έλεγαν ότι είναι κακός άνθρωπος. Αφού έριχναν την ενοχή απάνω σε αυτόν, έστελναν άλλον στην θέση του». Οι οδηγίες δίνονταν στο θύμα όταν ήταν ακόμα εν ζωή.

«Επίσης αυτοί οι Θράκες», προσθέτει ο Ηρόδοτος «όταν αστράφτει και βροντά, πετούν τα δόρατα προς τον ουρανό για να φοβερίσουν την θεότητα, επειδή δεν πιστεύουν ότι υπάρχει θεός άλλος από τον δικό τους.» Αλλά αυτός ο λαός, που λάτρευε τον θεό σε μοναχικές κορφές είχε μάθει να φυλάει τα μυστικά του σε τέτοιο μέτρο, τόσο που ούτε σήμερα οι ιστορικοί δεν μπορούν να κάνουν μια ευκρινή διάκριση μεταξύ του μύθου και της ιστορίας του. Ο ίδιος ο θεός του, μολονότι φωτεινός (θεός του ουρανού και της αθανασίας) παρέμενε κρυφός. Δεν γνώρισε ιερά ούτε μορφή. Σύμφωνα με κάποιους μαγικούς κανονισμούς, παριστάνεται όχι ως θεϊκή προσωπικότητα, αλλά ως η αντίθετη και ηττημένη αρχή, ως ένας δράκος με κεφάλι λύκου, που υπηρετεί, και προστατεύει, μολονότι κάποτε εξεγείρεται, και δίνει την μάχη του Ζάλμοξη στα σύννεφα. (Οι Δάκες έφτιαχναν αυτά τα είδωλα και τα λάτρευαν, αλλά έριχναν βέλη στον ουρανό όταν ξεσπούσε θύελλα). Αυτός ο δράκος υιοθετήθηκε ως σύμβολο ενότητας στον ρωμαϊκό στρατό και λατρεύτηκε μέχρι την Ιταλία. Ο θεός αυτού του λαού απόκρυψε το πρόσωπο του και το όνομά του σε ό,τι αφορούσε την λατρεία. Τον ονόμασαν Ζάμολξι ή Ζάλμοξι, όμως κάποτε και Γκεμπελεΐση, ενώ αργότερα, ποιος θα το πίστευε; – σε μια γραφή, Jupiter Optimus Maximus Paternus Aepilofius. Η τελευταία ιδιότητα τον προδίδει: «θεός από βράχο». Πανούργος θεός. Βγήκε από την Δακία, υποκατέστησε άλλον και λατρεύτηκε μεταξύ των ξένων.

Θεός λοιπόν ή άνθρωπος; Όπως είδαμε, ο Ηρόδοτος διηγείται πως οι Έλληνες ισχυρίζονταν ότι υπήρξε δούλος του Πυθαγόρα. Και φυσικά ένας σκλάβος του Πυθαγόρα δεν μπορεί παρά να είναι άνθρωπος, ακόμα και αν αυτός τον οποίον υπηρετεί λέγεται Πυθαγόρας. Αφότου απελευθερώθηκε επέστρεψε στην χώρα του ως κάτοχος μιας μεγάλης περιουσίας, και φυσικά αυτοί που συλλέγουν περιουσίες είναι οι άνθρωποι και όχι οι θεοί. Σύγχυση γύρω από την ιστορική του ύπαρξη δημιούργησε η θεοποίηση του από τους Γετοδάκες. Ο μύθος όμως που τον θέλει σκλάβο του Πυθαγόρα δεν διασώζει κανένα στοιχείο για την μετέπειτα θεοποίηση του, όπως δεν υπάρχει, ή δεν σώζεται τουλάχιστον, άλλος μύθος που να αναφέρεται σε αυτήν του την εξέλιξη.

Όπως είδαμε, ο Ηρόδοτος και ο Πλάτων τον αναφέρουν ως άνθρωπο αλλά λένε ότι οι Γετοδάκες θεωρούσαν τον βασιλιά τους ως θεό. ‘Ίσως εδώ βρίσκεται η ρίζα της θεοποιήσεως του. (Αν και ο ίδιος δεν υπήρξε βασιλιάς αλλά ιερέας του βασιλιά). Ο Ζάλμοξις, ακολουθώντας πιστά την ορφική διδασκαλία περί αθανασίας της ψυχής και μετενσαρκώσεως, «επανέλαβε» με τον τρόπο του, όπως είδαμε, τον μύθο της καθόδου του Ορφέως στον Άδη. Έφτιαξε μια υπόγεια κατοικία στην οποία και διέμεινε επί μια τετραετία και μετά επέστρεψε πάνω στην γη για να δηλώσει, όπως ισχυριζόταν, με την πράξη του αυτή, την αθανασία της ψυχής. Ωστόσο αυτή η διαμονή του κάτω από την γη και η «ανάσταση» του στην επίγεια ζωή σηματοδοτεί την τοποθέτησή του στην μυθολογική σκηνή. Παρόμοιες περιπτώσεις συναντούνται στις μυθολογίες όλων των λαών.

Τελικά πέθανε και ο λαός τον θρήνησε και τον πένθησε, σύμφωνα πάντα με τον Ηρόδοτο. Και φυσικά το γεγονός του θανάτου του, καθώς και η μαρτυρούμενη θλίψη που εξεδήλωσε ο λαός για αυτόν καταδεικνύουν απερίφραστα την ανθρώπινη ιδιότητά του. Εξάλλου και το ότι λατρευότανε στην υπόγεια σπηλιά που κατοικούσε, φανερώνει μια γνήσια ελληνική συνήθεια, σε μια φάση της εξελίξεως της αρχαίο-ελληνικής πίστεως, όπου όταν κάποια μεγάλη μορφή που παρελθόντος η οποία δεν κατάφερνε να συγκαταλεγεί μεταξύ των Ολυμπίων, δεν χανόταν η ψυχή της ως σκιά στον Ομηρικό Άδη, αλλά της παρεχωρείτο μια υπόγεια κατοικία σε ένα καθορισμένο μέρος, κοντά στους ζωντανούς με την δυνατότητα να τους βοηθάει. Άλλα τέτοια παραδείγματα ήταν ο Μόψος στην Κιλικία, ο Αμφίλοχος στην Ακαρνανία, κ.λπ.

Η ορφικό-πυθαγορική θρησκευτική μεταρρύθμιση του Ζάλμοξι
Ο Ζάλμοξις ως ιερέας και προφήτης ο ίδιος, καθιέρωσε μια τάξη ιερέων που ήταν οργανωμένη σε μοναχικό τάγμα. Οι «απόστολοι» αυτοί του Ζάλμοξη ακολουθώντας την ορφική ηθική διήγαγαν έναν βίο εγκρατή και ενάρετο. Στην λιτή αυτή ζωή τους απαγορευόταν η κρεοφαγία, η οινοποσία καθώς και είδους κατάχρηση. Περιφρονούσαν την επίγεια ζωή και το σώμα, αφού για αυτούς όπως και για τους Ορφικούς ήταν «σήμα» (τάφος) της ψυχής και από το οποίο έπρεπε να απαλλαγούν και εκθείαζαν την καθαρότητα της ψυχής. Ο ιστορικός Ιορδάνης λέει μάλιστα για τον Κομόσικο, τον διάδοχο του Δεκένεου, ότι «έκρινε τον λαό με μεγάλη δικαιοσύνη.» Με αυτόν τον τρόπο ο Ζάλμοξις και οι ιερείς του κατέστησαν οι εγγυητές της τάξεως και του πολιτισμού του Γετικού λαού. Οι Γέτες που κατά τον Στράβωνα «δεν ήταν μόνο γενναίοι και δίκαιοι αλλά είχαν και ύψιστο ζήλο για την θρησκεία», υιοθέτησαν εύκολα τις νουθεσίες του Ζάλμοξη και άρχισαν να ζουν και αυτοί σύμφωνα με το παράδειγμά του έναν πολύ λιτό βίο αποφεύγοντας την οινοποσία. Μάλιστα έφτασαν στο σημείο να ξεριζώσουν όλα τα αμπέλια της περιοχής και να τρέφονται με μέλι, γάλα και τυρί, αποφεύγοντας κάθε είδους κρεοφαγία.

Σύμφωνα με τον Στράβωνα ζούσαν όπως οι κυνικοί φιλόσοφοι, με ανεξάρτητο και λιτό τρόπο και ήταν οι πιο δίκαιοι άνθρωποι. Η θρησκευτική αναμόρφωση που επιτέλεσε ο Ζάλμοξις περιείχε δύο βασικά ορφικά δόγματα. Το πρώτο ήταν το δόγμα του Μονοθεϊσμού. Αντικατέστησε τον τόσο περίπλοκο πολυθεϊσμό των Γετών με έναν ιδιαίτερα εύρωστο μονοθεϊσμό. Βεβαίως ο μοναδικός θεός που κήρυξε στους Γέτες δεν ήταν ανακάλυψη δική του. Κάποιες ιδέες του βρήκε στις προγονικές πίστεις της θρακικής φυλής και τις έφερε στο φως. Ο θεός του ήταν ένας θεός του φωτός, των ανωτέρων ουρανών, του πνεύματος. Ένας θεός που προσομοίαζε στον Απόλλωνα των Ελλήνων. Σιγά-σιγά ο ίδιος ο Ζάλμοξις υποκατέστησε αυτόν τον θεό και του πήρε την θέση.

Το δεύτερο κεφαλαιώδες ορφικό δόγμα που κήρυξε ήταν η αθανασία της ψυχής. Αυτό το δόγμα έδωσε στους Γέτες την προοπτική μιας αιώνιας ζωής στην βασιλεία του Ζάλμοξη. Ένωσε αρμονικά την γήινη με την επουράνια ζωή. Έτσι, «ο Γέτης πίστευε, σκεφτόταν και ζούσε σε μια τέλεια ενότητα της υπάρξεως.» Ο χαρακτήρας της θρησκευτικής διδασκαλίας του Ζάλμοξη ήταν, όπως εξάλλου όλων των ορφικών, καθαρά ελιτίστικος και απευθυνόταν κυρίως προς τους ηγέτες των πόλεων που ήταν συγχρόνως και ιερείς. Επίσης η ιερατική τάξη που καθιέρωσε ήταν απολύτως ανδροκρατούμενη, αφού τις γυναίκες τις είχε αποκλείσει από την θρησκευτική του μεταρρύθμιση. Είχε αποκλείσει ακόμα και όσους συμμετείχαν σε διονυσιακές γιορτές. Η επίδρασή του στην κοινωνικό-θρησκευτική διαμόρφωση των Γετών ήταν τέτοια ώστε να θεωρείται ότι «το γετικό έθνος είναι δημιούργημα της ζαλμοξικής θρησκευτικής μεταρρυθμίσεως, όπως ο Ισραήλ είναι δημιούργημα της θρησκείας του Γιαχβέ». Εάν ο Ορφεύς έθεσε, μέσω της ορφικής διδασκαλίας, τις βάσεις του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο Ζάλμοξις, που υπήρξε ένας από τους «μαθητές» του, με την ευρύτερη έννοια του όρου, κατά κάποιο τρόπο συνέχισε το έργο του στις βόρειες φυλές των Θρακών.

Οι πρώτοι εισβολές από τον νότο. Οι Πέρσες περνούν τον Ίστρο
Οι πιστοί στον Ζάλμοξι, Γετοδάκες δεν μπόρεσαν να ζήσουν για πάντα ανενόχλητοι στην ησυχία της δασώδους χώρας τους. Οι πρώτοι εισβολείς άρχισαν να καταφθάνουν αψηφώντας το υδάτινο εμπόδιο του Ίστρου και διαλύοντας έτσι το συναίσθημα ασφάλειας που τους έδινε αυτός και τα σκιώδη δάση τους. Θα αναγκαστούν τώρα να πολεμήσουν για να υπερασπιστούν αυτήν την χώρα και πολλές φορές ηττημένοι θα ζητήσουν καταφύγιο στα φιλόξενα για αυτούς δάση. Ο Ηρόδοτος μας μιλά περί της συναντήσεως των Γετών με τους Πέρσες και περί της εκστρατείας του Δαρείου εναντίον τους. Εισβάλλοντας στην Θράκη για να κινηθούν εναντίον των Σκύθων, ο πρώτος λαός με τον οποίον πολέμησαν οι Πέρσες ήταν οι Γέτες. Και αυτό επειδή οι Θράκες που κατοικούσαν κάτω από τον Δούναβη υποτάχθηκαν χωρίς να πολεμήσουν. Μόνοι οι Γέτες πρόβαλαν μια πείσμωνα αντίσταση, αλλά τελικά υποτάχθηκαν στους Πέρσες και ακολούθησαν την στρατιά του Δαρείου.

Ο Μέγας Αλέξανδρος στις πέραν του Ίστρου χώρες
Ο επόμενος εναντίον του οποίου αναγκάστηκαν να πολεμήσουν μέσα στην χώρα τους ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος που εκστράτευσε κάποια στιγμή εναντίον τους. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η διήγηση ενός αυτόπτη μάρτυρος, του Πτολεμαίου του Λάγου[1] περί της επιδρομής του Αλεξάνδρου του μεγάλου μέχρι τον Δούναβη, εναντίον των Γετών. Αυτή την διήγηση μας την διασώζουν δύο όψιμες πηγές, ο Στράβων και ο Αρριανός, που επιβεβαιώνουν όμως ο ένας τον άλλον. Αυτή η διήγηση μας δίνει μια επιβλητική περιγραφή περί της συγκρούσεως αυτών των βαρβάρων με τον στρατό του Μακεδόνα κατακτητή και μας επιτρέπει να δούμε μερικές όψεις από το τοπίο και την πραγματικότητα της ζωής τους στις όχθες του Ίστρου, περίπου τρεισήμισι αιώνες προ Χριστού. Ο Αλέξανδρος, –λέει ο Αρριανός- πολέμησε εναντίον των φυλών της χερσονήσου του Αίμου και νικώντας τους, τους ακολούθησε έως μέχρι τις εκβολές του Ίστρου, όπου τον περίμεναν τα καράβια του. Η προσπάθειά του να αποβιβαστεί στις νήσους του Δέλτα του Δουνάβεως απέτυχε, εξαιτίας των εδαφικών δυσχερειών και της εναντιώσεως των βαρβάρων.

Αποσύροντας τα πλοία αποφάσισε να διαβεί τον Ίστρο εναντίον των Γετών, οι οποίοι κατοικούσαν πέραν του ποταμού, γιατί έβλεπε πως ένα πλήθος είχε συγκεντρωθεί στην άλλη όχθη με την πρόθεση να τον σταματήσει. Ήταν περί τους τέσσερις χιλιάδες εφίππους και έξι χιλιάδες πεζούς. Ο Αλέξανδρος κατέβηκε τον ποταμό με ένα πλοίο και έβαλε να του μαζέψουν απο την περιοχή έναν μεγάλο αριθμό βαρκών, διότι -λέει ο ιστορικός- αυτές υπήρχαν σε αφθονία, επειδή οι κάτοικοι κατά μήκος του Ίστρου τις χρησιμοποιούσαν για να ψαρεύουν, για να πηγαίνουν οι μεν στους δε, και κυρίως για πειρατεία.» Πέρασαν έτσι κάπου χίλιοι πεντακόσιοι ιππείς και τέσσερις χιλιάδες πεζοί. «Το πέρασμα έγινε την νύχτα, μέσα από ένα πυκνό σπαρτό με σιτηρά, κατορθώνοντας έτσι ο Αλέξανδρος να αποκρύψει ευκολότερα την έξοδο στην όχθη. Όταν χάραξε η μέρα ο Αλέξανδρος ξεκίνησε μέσα από τα σπαρτά, διατάζοντας τους στρατιώτες να σπάσουν το στάρι κρατώντας πλαγιαστά, λοξά τα δόρατα και έτσι να προωθηθούν προς τα ακαλλιέργητα εδάφη. Το ιππικό ακολουθούσε σε τέτοια απόσταση ώστε το πεζικό να προπορεύεται μέσα στα σπαρτά, αλλά μόλις βγήκαν από τους καλλιεργημένους αγρούς, ο Αλέξανδρος ο ίδιος οδήγησε το ιππικό στην δεξιά πτέρυγα, διατάζοντας τον Νικάνορα να προχωρήσει με τους πεζούς σε σχηματισμό τετραγώνου.

Οι Γέτες δεν μπόρεσαν να αποκρούσουν την επίθεση του ιππικού. Τους φάνηκε αδιανόητη -αναφέρει ο ιστορικός, η τόλμη του Αλεξάνδρου, που πέρασε τόσο εύκολα το πιο μεγάλο ποτάμι σε μια νύχτα, χωρίς να ρίξει προγεφυρώματα στην κοίτη. Το ίδιο τρομακτική τους φάνηκε η μάχη της φάλαγγας και η ισχυρή επέλαση του ιππικού. Κατέφυγαν τότε σε μια πόλη που βρίσκονταν περίπου μια παρασάγγη από τον Δούναβη[2]. Όμως όταν είδαν τον Αλέξανδρο να προωθείται συνεχώς με την φάλαγγα στηριζόμενη από τον Δούναβη, για να μην μπορεί να κυκλωθεί από τα μετόπισθεν από το πεζικό των Γετών, και με το ιππικό μπροστά, εγκατέλειψαν και την αδύναμα οχυρωμένη πόλη, παίρνοντας τα παιδιά και τις γυναίκες και όσα μπορούσαν να σηκώσουν τα άλογα, και ξεκίνησαν για όσο το δυνατόν μακρύτερα από τον ποταμό, προς έρημα μέρη. Ο Αλέξανδρος κατέλαβε την πόλη και όλη την λεία την οποία του άφησαν οι Γέτες. Κατέστρεψε την πόλη και θυσίασε στην όχθη του Ίστρου στον Σωτήρα Δία, στον Ηρακλή και στον Ίστρο τον ίδιο, γιατί δεν ήταν εχθρικός.

Οι πόλεμοι του Λυσίμαχου εναντίων των Γετών
Αυτή την επιδρομή του Αλεξάνδρου θα την ακολουθήσουν άλλες πιο σοβαρές συγκρούσεις μεταξύ Μακεδόνων και Γετών, περί των οποίων, συγκρούσεων, οι αρχαίοι ιστορικοί θα αφήσουν διηγήσεις. Η πιο γλαφυρή από όλες τις διηγήσεις είναι εκείνη που μας δίνει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης περί του πολέμου του Λυσιμάχου εναντίον των Γετών, και του βασιλιά τους Δρομιχέτη. Η συνάντηση μεταξύ Δρομιχέτη και Λυσιμάχου παίρνει στους αρχαίους ιστορικούς την έννοια ενός παραδείγματος, στο οποίο ένας ισχυρός βασιλιάς νικιέται από την γενναιότητα και την σοφία ενός βαρβάρου, όταν κάνει έναν άδικο πόλεμο. Οι Μακεδόνες έθεσαν υπό την κυριαρχία τους τις Γετικές πόλεις στην όχθη του Ίστρου. Οι Γέτες συνέλαβαν τον Αγαθοκλή, τον γιο του Λυσιμάχου και αντί να τον σκοτώσουν, τον έστειλαν πίσω στον πατέρα του, φορτωμένο με δώρα, με την ελπίδα να κερδίσουν την εύνοια του μακεδόνα βασιλέα και να τους απελευθερώσει τις κατακτημένες πόλεις. Ο Λυσίμαχος δεν εκτίμησε όμως αυτήν την χειρονομία των βαρβάρων και ξεκίνησε αυτός ο ίδιος εναντίον τους. Χαμένος μέσα στις ερημικές περιοχές των Γετών, χτυπήθηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος. «Ο Δρομιχέτης τον δέχτηκε με την μεγαλύτερη πραότητα, τον αγκάλιασε, καλώντας τον «πατέρα» και τον οδήγησε μαζί με τα παιδιά, στην πόλη του, την οποία ο ιστορικός την ονομάζει Ηέλις. «Ο Γέτης βασιλιάς τον προστάτευσε από το μένος των βαρβάρων οι οποίοι ήθελαν να τον αποκτείνουν. Αυτός ήθελε να κλείσει ειρήνη και να πάρει πίσω τις πόλεις. Και για να επισφραγίσει την ειρήνη», μας λέει ο ιστορικός, «ο Δρομιχέτης παρέθεσε ένα συμπόσιο. Ένα πραγματικό συμπόσιο στο οποίο παρέθεσε δύο ξεχωριστά τραπέζια, ένα για τον Λυσίμαχο με τους φίλους και τους αρχηγούς του, και το άλλο για τον εαυτό του και τους ηγεμόνες των Γετών».

Το τραπέζι των Mακεδόνων ήταν στολισμένο με λαμπρότητα: τοποθετήθηκαν βασιλικά χαλιά κατακτημένα στον πόλεμο, σερβιρίστηκαν διαλεχτά μακεδονικά εδέσματα, ήπιαν σε κούπες από χρυσό και ασήμι. Στο τραπέζι του Δρομιχέτη, οι Γέτες κάθισαν σε συνηθισμένα στρώματα γεμισμένα με άχυρα, έτρωγαν άνοστα φαγητά από ξύλινες γαβάθες και έπιναν από ξύλινες κούπες και κέρατα βοδιού. Προς το τέλος του γεύματος, «ο Δρομιχέτης γέμισε το πιο μεγάλο κέρας με καθαρό κρασί, και αφού τον αποκάλεσε εκ νέου «πατέρα», απευθύνθηκε σε αυτόν ρωτώντας τον ποιο από τα δύο τραπέζια του φαινόταν πιο βασιλικό.» Ο Μακεδόνας έδειξε το τραπέζι του, πράμα που επέτρεψε στον Γέτη βασιλιά να τον ρωτήσει: «Γιατί εγκατέλειψες την αφθονία και τον μεγαλόπρεπο βίο σου, για να έρθεις εδώ σε κάποιους βαρβάρους που ζουν σε μια χώρα χτυπημένη από το ψύχος του χειμώνα και στερούνται του αγαθού των γλυκών φρούτων;» Φυσικά ο Λυσίμαχος αναγνώρισε το λάθος. Έκλεισε ειρήνη και υποσχέθηκε φιλία. Και ο Λυσίμαχος –προσθέτει ο ιστορικός- για να θέσει την επικεφαλίδα αυτού του παραδείγματος, έφυγε ελεύθερος, φορώντας το βασιλικό του στέμμα. Η ιστορία του Λυσιμάχου και του Δρομιχέτη είναι ίσως ένας ανθοστόλιστος μύθος που βγήκε από την φαντασία του Έλληνα ιστορικού. Αλλά αυτός δείχνει, το λιγότερο, την ιδέα την οποία είχαν οι Έλληνες περί αυτών των «αθανάτων» βαρβάρων και εξηγεί σε κάποιο μέτρο και τον Γετο-δακικό μύθο τον οποίον βρίσκουμε διαιωνιζόμενο μέχρι τα ισπανικά χρονικά.

Ρωμαίοι και Γετοδάκες. Η ρωμαϊκή φαντασία υιοθετεί τον «γετικό μύθο»
Η έμμονη ιδέα του Γέτη πολεμιστή και του φοβερού ποταμού τον οποίο αυτός περνούσε έφιππος πάνω στο παγωμένο νερό, ήταν στην σκέψη όλων και εμφανίζεται στα γραπτά των ποιητών και στα βιβλία που μιλούν για αυτόν τον βάρβαρο κόσμο, τον εχθρικό στον Ρωμαίο. Το δακικό δάσος, το φοβερό δακικό δάσος ήταν το καταφύγιο αυτών των ανθρώπων και ήταν η βαθιά πηγή του γετικού μύθου. Οι Ρωμαίοι γνώριζαν αυτό το δάσος από μακριά, όταν αναγκάζονταν να το παρακάμψουν και από κοντά, όταν στην σκοτεινιά του έχαναν κάποια λεγεώνα ή ακόμα κάποιο διάσημο στρατηγό. Τότε η σκιά του δακικού δάσους έφτανε έως την Ρώμη και μιλούσαν για αυτό ποιητές και χρονογράφοι που περιέγραφαν τις καταστροφές που συνέβησαν εκεί. Το έτος 74 προ Χριστού, ένας Ρωμαίος στρατηγός, ο Γάιος Σκριμπόνιους Κούριος, που νίκησε τους Δάρδανους στην Θράκη, θέλησε να επιβληθεί και στους Δάκες και έφτασε μέχρι τον Δούναβη. Αλλά κατατρομαγμένος από τα δάση τα οποία έβλεπε, σταμάτησε. Επέστρεψε από τον ίδιο δρόμο χωρίς να κάνει πόλεμο. «Curio Dacia tenus venit, sed tenebras saltuum expavit», λέει ο Φλώρος και σε άλλη περίσταση, η Ρώμη συγκινήθηκε από τον θάνατο του Κορνήλιου Φούσκους, που θάφτηκε με όλη την λεγεώνα του στο καταραμένο δάσος. Ο στρατηγός χάθηκε χωρίς νίκη. Χωρίς ίχνη. Το τρομερό δάσος δεν κινήθηκε. Έμενε πάντα σιωπηλό, σκοτεινό, γεμάτο από τα μυστήρια του.

Η ρωμαϊκή κατάκτηση
Αυτοί ήταν οι Δάκες με την χώρα τους, την στιγμή που ο Τραϊανός αποφάσισε να κυριεύσει αυτήν την χώρα. Λίγο πιο πριν η αυτοκρατορία υπέστη στην Δακία μια σοβαρή ταπείνωση οφειλομένη στις επιπολαιότητες του Δομιτιανού. Από την νίκη του αυτοκράτορα γέλασε με πίκρα η Ρώμη. Ήταν πληρωμένη με μια συμφωνία ειρήνης η οποία υποχρέωνε τους Ρωμαίους να σέβονται την Δακία και να συνεισφέρουν στον εξοπλισμό της με πολεμικές μηχανές, με τεχνικούς και με χρήματα. Μεταξύ των άλλων, ο αυτοκράτορας έβαλε την κορώνα στο κεφάλι του Διέγις, αδελφού του Γέτη βασιλιά Δεκεβάλου. Ο πανούργος βασιλιάς Δεκέβαλος που δεν άφησε να φανεί παρά το πρόσωπο του αδελφού του, συνέχιζε να είναι πολύ επικίνδυνος στα δάση του. Εξοπλίστηκε, δέχθηκε αυτομόλους και φυγάδες Ρωμαίους, συμμάχησε με άλλους βαρβάρους και, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, υπολογιζόμενες από κάποιους ιστορικούς ως παραδεκτές, ήρθε σε επαφές και με Πάρθους από τον Ευφράτη, αυτοί οι Πάρθοι περί των οποίων ο Λουκανός έλεγε ότι πολεμούσαν με τα «γετικά τόξα». Όταν θεώρησε τον χρόνο κατάλληλο, επιτέθηκε στην Δρουβέτα, ρωμαϊκό δήμο του Δουνάβεως, γκρέμισε την πόλη και καταδίωξε τους λεγεωνάριους. Παραβίασε την συμφωνία. Αυτός ήταν ίσως ο λόγος που αποφάσισε η ρωμαϊκή σύγκλητος να κηρύξει τον πόλεμο. Το έτος 101. Έφτασε η στιγμή του Τραϊανού.

Δεν κάνουμε εδώ ιστορία των δύο αυτών πολέμων, οι οποίοι με διαλείμματα, διήρκεσαν από το έτος 101 έως το 106. Τα περιστατικά είναι γνωστά, μολονότι τα πραγματικά γεγονότα παραμένουν άγνωστα. Η βασική φιλολογική πηγή, ο Δίων ο Κάσιος, δεν είναι σύγχρονος. Πηγή αποτελεί η στήλη του Τραϊανού με τα γλυπτά της. Μοναδική αυθεντική εξιστόρηση είναι το Comentarium, το οποίο χάθηκε. Η Δακία που προστατεύθηκε μέσω των δασών της, μέσω της άγριας παρορμήσεως των ανθρώπων της και μέσω του μύθου της, δεν μπόρεσε να κατακτηθεί παρά μόνο με τα δραστικά μέσα των στρατιωτικών τεχνιτών και των μηχανικών. Ο στρατιωτικός και ο μηχανικός είναι εχθροί του μύθου, τόσο ή και ακόμα περισσότερο από τον ιστορικό, μολονότι και οι μεν και ο δε, χωρίς να το αντιληφθούν, μπορούν να πέσουν θύμα του αόρατου εχθρού.

Ο αυτοκράτωρ δεν ήταν ξένος προς τους μύθους. Μπορεί να μην εισέβαλλε στην Δακία διαβάζοντας τον Ηρόδοτο, αλλά διάβασε χωρίς αμφιβολία τον Κουίντο Κούρτιο. Ήξερε ότι ο Αλέξανδρος γνώριζε τους Γέτες και πρόσφερε θυσία στον ιερό Ίστρο στην όχθη του ποταμού. Πλησίον αυτής της όχθης ο Τραϊανός ο ίδιος, θα θεμελιώσει μια πόλη της νίκης, την Nicopolis ad Istrum, με αυτό το ελληνικό όνομα που αναπολεί την μνήμη του Μακεδόνα βασιλέα. Ο ιερός Ίστρος, εμφανίζεται από την αρχή στην στήλη του Τραϊανού σαν θεός αυτού του τόπου. Βγαίνει η γιγαντιαία φιγούρα του από το νερό για να προστατεύσει τους Ρωμαίους και για να στηρίξει την γέφυρα από βάρκες από την οποία πέρασαν οι λεγεωνάριοι. Είναι αυτή η δεύτερη σκιά και ευνοϊκή, του άλλου πλάνου, που συντροφεύει το στρατιωτικό γεγονός.

Το έργο του μηχανικού άρχισε. Οι γέφυρες διέσχιζαν τον ποταμό. Τα τείχη υψώθηκαν. Και οι μηχανικοί μελετούσαν το πεδίο, μετρούσαν το ύψος των βουνών: έπαιρναν τα μέτρα του μυστηρίου. Ο άγνωστος αποτραβιέται βήμα βήμα, με τους ανθρώπους ντυμένους με βαρβαρική κάνναβη, με την κώμη ανακατεμένη και το βλέμμα απειλητικό. Η σύγκρουση των στρατευμάτων δεν θα προκαλείται πριν οι Δάκες εξαντλήσουν όλα τα μέσα της πανουργίας. Σε μια σκηνή εμφανίζεται ένας βάρβαρος αγγελιοφόρος, του οποίου ο τρόπος εκφράσεως παραμένει αινιγματικός. Αλλά ο αυτοκράτορας δεν ξεγελιέται από την πρεσβεία. Είναι πόλεμος ζωής και θανάτου. Και ο πόλεμος είναι δύσκολος. Οι Ρωμαίοι πρέπει να κυριεύσουν αυτήν την γη μέτρο μέτρο, εισχωρώντας μέσα από στενές κοιλάδες, για να πάρουν βουνό με βουνό και να ανεβούν έως τις κορυφές, όπου οι Δάκες γαντζώνονταν με πείσμα στα φρούριά τους. Κατά την διάρκεια της μάχης ξεσπά μια καταιγίδα και οι Δάκες αποτραβιόνται στα βουνά και καταλαμβάνεται και η πρωτεύουσα τους.

Η πρώτη πτώση του Δεκεβάλου είναι οδυνηρή αλλά όχι χωρίς ελπίδα. Κλείνεται ειρήνη. Έτος 102. Ο Τραϊανός επιστρέφει στην Ρώμη θριαμβευτής. Στην Σύγκλητο εμφανίζονται οι απεσταλμένοι του ηττημένου βασιλιά, για την δέουσα πράξη της λήξεως. Η εντύπωση στο πλήθος είναι μεγάλη. Ο Δεκέβαλος ανακηρύσσεται «σύμμαχος του ρωμαϊκού λαού», ο πιο ανώδυνος τύπος υποταγής. Ή ήττα δεν εκμηδένισε το γόητρο αυτών των βαρβάρων. Οι Δάκες ενώπιον της Συγκλήτου της Ρώμης και οι λόγοι τους εκφωνημένοι στα λατινικά αναγέννησαν εξ ολοκλήρου τον μύθο. Έγιναν ιδεαλιστικά πορτραίτα των Δακών (σήμερα βρίσκονται στο Βατικανό), που διαιώνισαν την μνήμη του συμφώνου.

Αλλά στα δάση του, ο Δεκέβαλος δεν αισθανόταν σύμμαχος του Ρωμαϊκού λαού. Οι προορισμένοι για εχθροί δεν μπορούν να είναι σύμμαχοι. «Ωσαύτως αι συμμαχίαι διαλύονται». Ο βασιλιάς δεν περίμενε πολύ. Επιτέθηκε. Και ο Τραϊανός πήρε άλλη μια φορά τον δρόμο προς τον Δούναβη. Έτος 105. Αυτός ο δεύτερος πόλεμος ξεπέρασε σε διαστάσεις και βάθος τον προηγούμενο. Η πράξη των Δακών ήταν αυτοκτονία. Όχι ο Δεκέβαλος, αλλά η μεγαλοπρέπεια του βαρβάρου βασιλιά στάθηκε αντιμέτωπη με τον αυτοκράτορα. Όλα σε αυτόν τον πόλεμο αναπολούσαν το βαθύ πλάνο. Ο μύθος ωθούσε τον ηττημένο όπως και τον νικητή. Ο Τραϊανός κατέφυγε στην τεχνική και την φαντασία. Ο πιο μεγάλος αρχιτέκτονας της αυτοκρατορίας, ο Απολλόδωρος της Δαμασκού, κατασκεύασε την διάσημη γέφυρα της Δρουμπέτα, που θυμίζει μυθώδη έργα: η γέφυρα του Ξέρξη στον Ελλήσποντο, στην γετική χώρα. Άλλο ένα γιγάντιο έργο, που αποτελεί μια μαρτυρία των διαστάσεων τις οποίες πήρε στο μυαλό του Τραϊανού ο πόλεμος και της αποφάσεως του να συντρίψει τον βάρβαρο και να επιβάλει τον ρωμαϊκό νόμο. Η τραγωδία θα εκτυλιχθεί αιματηρή και σκοτεινή. Την παρακολουθούμε στα ανάγλυφα της στήλης μέχρι την τελευταία πράξη, που συγκεντρώνει τον Δακικό λαό γύρω από τον βασιλιά του, σε έναν απέλπιδα αγώνα. Η δεύτερη και τελευταία πτώση της Σαρμιζεγετούσα.

Οι σκηνές περιγράφονται με δύναμη και μεγαλοπρέπεια. Οι γλύπτες ήξεραν να εκφράζουν το σύμβολο και σέβονταν τον ηττημένο. Η γενναία υπεράσπιση είναι φανερή. Από τα τείχη πέφτουν βροχή τα γετικά βέλη. Τα τελευταία. Η ύψιστη πράξη είναι κοντά. Σε ένα ανάγλυφο παρουσιάζεται μια στιγμή αναταραχής μεταξύ των Δακών. Μια ευγενής μορφή ανεβαίνει ανάμεσα σε όλους, ίσως ο Δεκέβαλος, κοιτάζοντας από τα τείχη, αυστηρός και ακίνητος, προς τους εχθρούς. Ο ερμητισμός του και η τραγική μεγαλειότητα υποδεικνύουν την απόφαση. Βλέπουμε την σκηνή της συλλογικής αυτοκτονίας. Οι ευγενείς και οι ιερείς παίρνουν από κοινού δηλητήριο. Ο γλύπτης περιορίσθηκε στις λεπτομέρειες που εξηγούν με απλότητα τι συνέβη. Ο θάνατος του βασιλιά του ενέπνευσε μια θεαματική εικόνα. Ακολουθούμενος από ιππείς, ο βασιλιάς αυτοκτονεί με το ίδιο του το σπαθί, πριν να πέσει στα χέρια των εχθρών. Τον βλέπουμε να διπλώνει τα γόνατα. Το ανάστημά του είναι γιγάντιο. Πεθαίνοντας στηρίζεται απο ένα δέντρο, στο δάσος του. Δεκέβαλος, ο βάρβαρος βασιλιάς. Ο αυτοκράτορας θριάμβευσε χωρίς να νικήσει εκείνα που τον οδήγησαν σε αυτόν τον βασιλιά. Στην τελευταία σκηνή εμφανίζεται ο Γετικός λαός. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, μη δεχόμενοι την υποταγή, κατέφυγαν στο δάσος, στρέφοντας το βλέμμα προς την χώρα την οποία εγκατέλειψαν. Και ήταν αθάνατοι. Το είπε ο Ηρόδοτος, ο Πλάτων και οι άλλοι.

«Ευτυχισμένη Δακία» ή ο εκλατινισμός των Γετοδακών
Ο Οβίδιος στην Τόμις: «Βάρβαρος είμαι εγώ εδώ, επειδή κανείς δεν με καταλαβαίνει». (Barbarus hic ego sum, qui non intellegor ulli.)

Αυτή η χώρα ήταν τώρα η Δακία του Τραϊανού. Εκείνο που συνέβη εκεί ήταν ένα από εκείνα τα μυστήρια που κυριαρχούν στην γέννηση ενός λαού και δεν εξηγούνται ποτέ αρκετά μέσα από συγκεκριμένες μαρτυρίες. Η Δακία εκρωμαϊστηκε για πάντα. Ο λαός της, υποταγμένος ή ελεύθερος, μίλησε λατινικά. Ο ρωμαϊκός νόμος ευνόησε αυτή την γη. Και στη χώρα, ανοίχτηκαν δρόμοι, αποικίσθηκε και προστατευμένη πια, άρχισε να ευημερεί. Καλείται τώρα Dacia Felix. Οι θησαυροί του Δεκεβάλου μετεφέρθησαν στην Ρώμη, το χρυσάφι των Καρπαθίων, τα κοπάδια, το στάρι, τα ονειρεμένα πλούτη της Δακίας, κέντρισαν την φαντασία. Αλλά η σκιά του Τραϊανού θα προστατεύει αυτήν την χώρα για πολύ καιρό ακόμα, μέχρι να μετατραπεί και αυτή σε μύθο. Στην Σαρμιζεγετούσα την νέα, θεμελιωμένη από τον αυτοκράτορα, ένα μωσαϊκό παριστάνει την συνάντηση του Τραϊανού με τον Αχιλλέα.

Ο Τραϊανός ο ίδιος συμβάλει σε αυτόν τον μύθο. Στους στίχους του Αδριανού (που ήταν στρατηγός του αυτοκράτορα στην Δακία), τον βλέπουμε στην Αντιόχεια, ζητώντας από τον Γιούπιτερ Κάσσιους μια νίκη εναντίον των Πάρθων, την ίδια με εκείνη την οποία είχε εναντίον των Γετών, και προσφέροντας στον βωμό το κέρας του βίσωνος στολισμένο με χρυσάφι, το οποίο οι Γέτες άφησαν στα χέρια του: «Στον Γιούπιτερ Κάσσιο …ο Τραϊανός, από την γενιά του Αινεία, ο κυρίαρχος των ανθρώπων, προς τον κυρίαρχο των αθανάτων». Ο μύθος της Τροίας συγχωνεύτηκε μαζί με εκείνον των Γετών. Το κέρας του βίσωνος επικαλείται τη μνήμη του Δεκεβάλου, του μεγάλου ηττημένου. Οι νικητές του δεν τον ξέχασαν. Και με τον Δεκέβαλο αναβιώνει και ο Ζάλμοξις. Περισσότερο από δύο αιώνες μετά την κατάκτηση, στους Καίσαρες του αυτοκράτορα Ιουλιανού, ο Τραϊανός τους δικαιώνει ζωντανά ενώπιον του Γιούπιτερ: «Εξουδετέρωσα τους Γέτες, τους πιο μαχητικούς ανάμεσα στα έθνη, όχι μόνο μέσω της σωματικής δυνάμεως, αλλά και μέσω της γενναιότητας την οποία τους ενέπνεε ο Ζάλμοξις ο πιο ευλαβής από αυτούς. Πεπεισμένοι ότι δεν πεθαίνουν ποτέ, αλλά ότι μετοικούν μόνο, αντιμετωπίζουν τον θάνατο πιο ευτυχείς από ότι εάν ξεκινούσαν για ένα ταξίδι.»

Οι Ρωμαίοι ανέλαβαν αυτοί οι ίδιοι την απολογία του Ζάλμοξη: την εποχή που στην Δακία, όπου το έργο του Τραϊανού παρέμεινε για πάντα, το όνομα του αυτοκράτορα, ευλαβές στην αρχή, εξαλειφόταν λίγο-λίγο από την μνήμη, μέχρι ότου μπήκε στην λαογραφία, για να σημαίνει μια μυθική ύπαρξη, ακατανόητη, και μέχρι ότου μετατραπεί σε μια απλή λέξη με κοινή σημασία. Όλα ήταν ρωμαϊκά σε αυτή την χώρα εκτός από το πνεύμα του τόπου, τον μύθο. Αλλά ο μύθος καίει. Στις πόλεις, ζούσαν πολλοί λίγοι και πολύ ταπεινωμένοι Δάκες, αλλά στην επαρχία, ο κατώτερος κόσμος γεννημένος σε αυτόν τον τόπο, ακολούθησε μια πολύ αργή διαδικασία εκρωμαϊσμού, και προοδεύοντας φυσικά, δεν παραμέρισε την πιστότητα εναντίον των προγονικών εδαφών, ενώπιον του χαρακτήρα του έθνους. Η ρωμαϊκή σκέψη και γλώσσα έδιωξαν άραγε τους νόμους αυτής της χώρας όπως και σε άλλα μέρη: στην Γαλλία και την Ισπανία;

Η πορεία των Γετοδακών στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Δάκες στον αυτοκρατορικό θρόνο
Διατήρησαν αυτοί οι εκρωμαϊσμένοι Δάκες την ιδέα του παρελθόντος τους, τον μύθο, την ανάμνηση των ηρώων τους; Τα γραπτά δεν μπορούν να πούνε πολλά, γιατί οι Δάκες χωρικοί δεν ήξεραν να γράφουν βιβλία. Συναντούμε με σχετική συχνότητα το όνομα του Δεκεβάλου, το οποίο φαίνεται πως θα ήταν αρκετά διαδεδομένο. Και εκείνο του Διοππανέους (σε ένα μέρος Δρύπανες). Και σημειώνεται μεταξύ των «τυράννων» μικρής διάρκειας, αλλά μικρής σημασίας, που εμφανίστηκαν στα νότια του Δούναβη την εποχή της κρίσεως της αυτοκρατορίας, δίπλα στον Αουρελιανό, Δάκα στην καταγωγή και πρώην βοσκό, ανακηρυγμένο από τα πλήθη αυτοκράτορα την εποχή του Κλαυδίου, ακόμα ένας Δάκας, ο Ρεγκαλιανός, από το Δύροστορουμ, ενάρετος αξιωματικός, που ισχυριζόταν ότι κατάγεται κατευθείαν από τον Δεκέβαλο. Αυτά τα πράγματα λένε κάτι. Αλλά δεν γνωρίζουμε την βαθύτερη ιστορία, μέσω της οποίας ερμηνεύονται άλλα παράξενα γεγονότα τα οποία και σήμερα είναι ανερμήνευτα. Ποιοι ήταν εκείνοι οι «Γότθοι» του ιστορικού Ιορδάνη, που στα τραγούδια τους μνημόνευαν με ευλάβεια σαν έναν πρόγονο τον σοφό Δικίνεους, ιερέα και σύμβουλο του Βουρουΐστα, Γότθου βασιλιά; Ο Ιορδάνης, Γότθος αυτός ο ίδιος, γεννήθηκε στις όχθες του Δούναβη και μπόρεσε να συλλέξει άμεσες παραδόσεις. Αυτές οι παραδόσεις αποδείκνυαν την ευλάβεια και για τον Ζάμολξι (Ζαμολξέμ) και περί του Διουπανέους (Δορπανέους). Τι θα μπορούσε να αναβιώσει τον Γετικό μύθο με τους ήρωές του και να κάνει τους Γότθους να ονομάζονται αυτοί οι ίδιοι Γέτες; Δεν είναι εδώ όμως ο κατάλληλος χώρος για να εισέλθουμε σε λεπτομέρειες.

Πριν την αποχώρηση του Αουρελιανού ακόμα, η επαρχία δεν έχαιρε μιας πολύ βεβαίας ειρήνης. Οι ελεύθεροι Δάκες, αυτοί που είδαμε στην στήλη να φεύγουν στα δάση και οι οποίοι έμεναν στο μισό της χώρας το μη κατεχόμενο από τους Ρωμαίους, επέστρεφαν συχνά με επιδρομές. Ήταν γνωστοί τώρα με άλλο όνομα (οι Δάκες έχουν πάντοτε όνομα): Δακίσκοι ή Κάρποι, Καρποδάκοι, Καρπογέτες (ονόματα συγγενή με το όνομα Καρπάθια). Ήταν στιγμές που η ταραχή έφτανε στον παροξυσμό. Τα γραπτά και τα κείμενα μιλούν την εποχή των Αντωνίνων περί της μανίας των Δακών, furor Daciscorum, και για την τρέλα τους. Ένα νόμισμα παριστάνει την αλληγορική φιγούρα μιας γυναίκας με ένα με ένα λάβαρο στο χέρι, με το φόντο των βουνών, και την ακόλουθη επιγραφή στα ελληνικά: «παράνοια Γετών». Μετά τον Αουρελιανό οι ταραχές επιδεινώθηκαν. Οι ίδιοι άνθρωποι μαζί με τους Γότθους ή χωρίς αυτούς, πέρασαν τον Δούναβη φέρνοντας την ανασφάλεια και εντός των νέων συνόρων της αυτοκρατορίας.

Αλλά η περίοδος της μέγιστης επιδεινώσεως είναι στο τέλος του τρίτου και αρχές του τετάρτου αιώνος, όταν χάνοντας η Ρώμη την εξουσία, φτάνει η αυτοκρατορία σε σημείο να διαλυθεί με τα στρατιωτικά κινήματα και την αναρχική άνοδο των επαρχιών. Ο ρόλος των Δακών είναι θεμελιώδης σε αυτήν την μεγάλη κρίση που συντάραξε τα θεμέλια της αυτοκρατορίας. Οι ιστορικοί συνήθως δίνουν μικρή η καθόλου προσοχή στο γεγονός ότι, για μια περίοδο τεσσάρων δεκαετιών -από τον ερχομό του Μαξιμιανού Ηρακλέους σαν αυτοκράτορα συνέταιρου σύνθρονου του Διοκλητιανού (286) μέχρι και τον θάνατο του Λικινίου (324)- τέσσερις αυτοκράτορες Δάκες ή Κάρποι στην καταγωγή διαδέχθηκαν χωρίς διακοπή στο πηδάλιο της αυτοκρατορίας και συνέστησαν μια πραγματική δυναστεία, την πρώτη δανουβική δυναστεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μαξιμιανός Ηρακλής, Μαξιμιανός Γαλέριος, Μαξιμιανός Δαϊα και Λικίνιος, στους οποίους πρέπει να προστεθεί και ο Μαξέντιος, σφετεριστής αυτοκράτορας (γιός του Μαξιμιανού Ηρακλέους), καθώς και άλλοι δύο Δάκες σαν καίσαρες: ο Σεβήρος και ο Λικινιανός. Όλοι ήταν ταπεινής καταγωγής, ποιμένες ή χωρικοί και -με εξαίρεση τον Μαξέντιο- ανυποχώρητοι εχθροί της ολιγαρχίας της Ρώμης. Έφτασαν στην πορφύρα με την θέληση των λεγεώνων, και κάποιοι από αυτούς μη εννοώντας να πατήσουν το πόδι τους στην Ιταλία παρά σαν εχθροί.

Αυτοί οι Δάκες εκπροσωπούν στην ιστορία της Ρώμης ένα φαινόμενο απόλυτα μοναδικό και επαναστατικό: είναι αυτοκράτορες αντίνομοι της ίδιας της ιδέας της αυτοκρατορίας. Στην πραγματικότητα είναι οι πρώτοι βάρβαροι που κατέκτησαν την εξουσία, φέρνοντας στην Ρώμη και στην Ανατολή, όχι την ιδέα της εξουσίας σεβαστή μέχρι τώρα, αλλά το σπέρμα της καταρρεύσεως και την θέληση της ιδρύσεως μιας άλλης αυτοκρατορίας, που θα είχε για κέντρο την Νικομήδεια, την πρωτεύουσα των Βυθινίων Θρακών. Μεταξύ αυτών των αυτοκρατόρων εκείνος που εκπροσωπεί την πιο δυνατή και πιο πείσμωνα προσωπικότητα, ο Γαλέριος, φαίνεται να είχε πλήρη συνείδηση του δακικού παρελθόντος, κληρονομικά εχθρικού της Ρώμης. Είναι γνωστοί μέσα από σύγχρονες μαρτυρίες του Λακτάντιου οι προσωπικοί λόγοι και η αμείωτη παρόρμηση που τον ωθούσε αυτόν τον Δάκα εναντίον της αυτοκρατορίας που έπεσε στα χέρια του. Γιος Υπερδουνάβιας μητέρας, «που λάτρευε θεότητες των βουνών» και αφιερωμένος και εκείνος ο ίδιος σε αυτή την λατρεία, που δεν μπορούσε να είναι άλλη από αυτήν του Ζάμολξι, ο Γαλέριος είναι ο τύπος του επαναστάτη που βγήκε απο αυτά τα βουνά, όπου η ποιμενική ζωή διατήρησε πάντα την ιδέα της βάρβαρης ελευθερίας, εχθρού οποιασδήποτε αυτοκρατορίας. Έγινε Καίσαρ και μετά αυτοκράτορας, ο πρώην βοσκός, πιστός στις προγονικές του πίστεις, στις κοινωνική του καταγωγή και στο ένστικτο του λαού του, έστρεψε την λεγεώνα εναντίον της Ιταλίας, με την απόφαση -βεβαιώνει ο Λακτάντιος- να «σβήσει ακόμα και την ανάμνηση της Ρώμης», και ήταν σε σημείο -διακηρύσσει ο ίδιος χριστιανός συγγραφέας- « να αλλάξει το όνομα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε εκείνο της Δακικής αυτοκρατορίας».

Ο Λακτάντιος αποδίδει την μήνη του Δάκα (το πράγμα είναι χαρακτηριστικό) στο γεγονός ότι οι πατέρες και οι πρόγονοι του Γαλερίου είχαν υποστεί εκτοπισμό, τον οποίο ο Τραϊανός επέβαλε σαν τιμωρία στους Δάκες που έπαιρναν μέρος στις εξεγέρσεις. Το μοιραίο πρόβλημα του εκτοπισμού. Το κείμενο του Λακτάντιου είναι σαν μια αργότερη ηχώ ενός γεγονότος το οποίο γνωρίζουμε και από άλλες μαρτυρίες, όπως είναι το περίφημο γραπτό του Τιβερίου Πλαύτιου Συλβάνους Αιλιανού, κυβερνήτη της Μοισίας, ο οποίος μεταξύ των ετών 52 και 53 μετοικίζει στην Μοισία «εκατό χιλιάδες υπερδουνάβιους, με τις γυναίκες, τα παιδιά, τους πρίγκιπες ή τους βασιλιάδες τους, για να πληρώσουν τον φόρο υποτελείας». Δυόμισι αιώνες αργότερα, αυτοί οι υπερδουνάβιοι ήταν οι κυρίαρχοι της αυτοκρατορίας. Και ο Γαλέριος που ανήλθε από αυτούς δεν ξέχασε. Το κείμενο του Λακτάντιου είναι ίσως η μαρτυρία μιας συνειδήσεως ασαφούς στην αυτοκρατορία. Αυτός ο βάρβαρος ήταν ένας Δάκας. Επέβαλε εκτοπισμό επάνω στους πολίτες της Ρώμης, πράγμα που δεν είχε συμβεί άλλη φορά. Κέρδισε και την στρατιά των Περσών, δηλαδή της άλλης αυτοκρατορίας, και έφερε το κέντρο της αυτοκρατορίας του στην Νικομήδεια, στην θρακική χώρα. Ο Λακτάντιος του αποδίδει την ιδέα μιας παγκοσμίου αυτοκρατορίας.

Γετοδάκες και Γότθοι
Είναι αυτή ακριβώς η περίοδος όταν από την άλλη όχθη, ο Γότθοι, που τώρα ζούσαν ανάμεσα στους Δάκες, άρχισαν να συνηθίζουν πιθανώς στην ιδέα ότι ήταν «Γέτες» και να υμνούν στα τραγούδια τους τον Ζάμολξι, τον Δεκένεο και τους Δάκες ήρωες. Τι επαφές θα είχαν αυτοί οι Δακίσκοι ή Κάρποι ή Καρπογέτες με τους Γότθους; Και μέχρι ποίου σημείου έφτασε η πιθανή τους συμβίωση, που εκδηλώνεται σε κοινές δραστηριότητες, σε τσακωμούς και σε αντιπαλότητες γνωστές από κάποιες μαρτυρίες; Είναι το πρόβλημα κλειδί, πολύ σκοτεινό λόγω ελλείψεως πληροφοριών, αλλά και πολύ περισσότερο λόγω αυτού του μπερδέματος του ονόματος, σε μια εποχή που «Ρωμαίος» και «Γότθος» ήταν περισσότερο νομικοί όροι, που δεν ανταποκρίνονταν σε έναν ακριβή εθνικό προσδιορισμό. Δεν μπορούμε να λύσουμε με βεβαιότητα αυτό το αίνιγμα. Είναι προφανές ωστόσο ότι Γετικός μύθος ανέτειλε πιο ισχυρός από ποτέ και ότι από τη βαθιά ομίχλη που στάθηκε τότε πάνω σε αυτήν την γη, αυτός πήρε για ακόμα μια φορά την πολεμική του μορφή και ξέσπασε έξω από τα γετικά σύνορα. Με τους Γότθους, τώρα «Γέτες» και ίσως και με τους Γέτες, τώρα «Γότθους», θα φτάσει στο Βυζάντιο, στην Ρώμη, θα περάσει στην νέα Γαλλία την ιδρυμένη από τους Γότθους και θα εμφανιστεί την εποχή του Ορόσιρου στα Πυρηναία, δεμένος με το πεπρωμένο της Ισπανίας.

Ο Ορόσιρος, φυγάς στην Αφρική, ανακοινώνει με λόγια τα οποία είναι σαν μια κραυγή, τον επερχόμενο τρομερό ερχομό: Getae illi qui et nunc Gothi, (είναι Γέτες και όχι Γότθοι), και σκεπτόμενος τον Άγιο Αυγουστίνο, ξεσπά σε ύβρεις εναντίον αυτών των βαρβάρων, που στο παρελθόν άφησαν τις γυναίκες τους (τις Αμαζόνες!) να ερημώσουν τον κόσμο με μια απέραντη σκληρότητα. Αλλά η βία πέρασε. Και όταν οι Γότθοι εγκαταστάθηκαν και θεμελίωσαν την νέα Ισπανία, ο Ισίδωρος της Σεβίλλης, αυτός ο ίδιος με γοτθικό αίμα, φτιάχνει την ιστορία και την γενεαλογία των Γότθων, φτάνοντας μέχρι τους Γέτες και τους Δάκες. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ισίδωρος δεν γνώριζε τον Ιορδάνη. Η γετική του ιστορία, (αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο) είναι μια εξ ολοκλήρου ισπανική διδασκαλία, προερχόμενη από τον Λουκανό, τον Ορόσιρο και από την τεράστια μόρφωση του ίδιου του συγγραφέως. Το Εγκώμιο της Ισπανίας, όπου ο Ισίδωρος περιγράφει την ευτυχία της χώρας «εις την οποία ανθίζει η αφθονία της ένδοξης γονιμότητας του γετικού λαού», είναι μια ακόμα μορφή της γετικής ουτοπίας. Συναντούμε την ηχώ της σε όλη την μεσαιωνική λογοτεχνία, στα επίσημα χρονικά, στους προλόγους που απευθύνονται στους βασιλείς της Ισπανίας, όπου λέγεται πως αυτοί κατάγονται από Δάκες πρίγκιπες και ότι πήραν το όνομα από την χώρα στην οποία ζούνε, επειδή ήταν πιο γνωστό (επίσκοπος Αλόνσο της Καρθαγένης). Οι στίχοι του Βιργιλίου, του Ορατίου και του Λουκανού, διαβασμένοι από τον Ισίδωρο για να εξηγήσουν τις αρετές των Γετών, επαναλαμβάνονται από τον ένα συγγραφέα στον άλλο και χρησιμεύουν ως διδασκαλία των πρώτων ισπανών ευγενών: mortem contemnunt laudato vulnere Getae -οι Γέτες περιφρονούσαν τον θάνατο, ζητώντας με χαρά τα τραύματα- η διδασκαλία του Ζάμολξη. Κανείς δεν ξέρει αυτό το όνομα στην Ισπανία. Ίσως ούτε και ο άγιος Ισίδωρος. Αλλά η διδασκαλία εμπνέει. Και οι άνθρωποι που επιζητούν τον ηρωικό θάνατο και χαίρονταν από τα τραύματα ήταν πολλοί και έγιναν κάστα.

Όταν ο Ιορδάνης έγινε γνωστός στην Ισπανία (μόλις τον 13ο αιώνα), οι Δάκες μπήκαν αποφασιστικά στην ιστορία και την γενεαλογία του ισπανικού λαού μέσω της Historia Gothica του ευσεβούς αρχιεπισκόπου δον Rodrigo Jimenez de Rada και του Cronica General του Alfonso el Sabio. Οι γότθοι ήταν τώρα μακριά. Επιζούσε από αυτούς μόνο η ανάμνηση. Αλλά έμεινε η ιδέα, και μια ηρωική νοσταλγία η οποία ωθούσε τον λαό στον ιερό πόλεμο, Reconquista. Την εποχή εκείνη, τα Cronica του Σοφού Βασιλέως πρέπει να ήταν σαν μια Βίβλος των πολεμιστών και των ιπποτών. Πολλά ευγενικά μυαλά θα είχαν φύγει για τις ειδωλολατρικές χώρες των προγόνων από την μακρινή Δακία ή Gocia, του Δούναβη και εκείνου του αινιγματικού Zalmoxen, περί του οποίου «διηγούνται οι ιστορίες ότι ήταν θαυμάσιος φιλόσοφος», περί του μεγάλου βασιλέως Βορουίστα «ο οποίος πήρε τις γαίες των γερμανών», περί του σοφού Δικίνεο, συμβούλου του Βορουίστα και σχεδόν αγίου. Αυτόν κυρίως τον θαύμαζε ο βασιλιάς δον Αλφόνσο και, εξηγώντας τις αρετές, προσπαθούσε αυτός ο ίδιος να τον μιμηθεί. Έτσι ο «Γετικός μύθος» έγινε γνωστός στην άλλη άκρη της Ευρώπης. Η δύναμη των μύθων είναι να κρύβονται και να μετασχηματίζονται για να μη χαθούν, για να επιβιώσουν ολοκληρωτικά. Και ο «Γετικός μύθος» επιβίωσε με το νέο του όνομα ως Γοτθικός.

Παραπομπές-σημειώσεις
[1] Ο Πτολεμαίος Λαγίδης ήταν ο θεμελιωτής του βασιλικού οίκου των μακεδονο-αιγυπτίων Φαραώ που βασίλεψαν στην Αίγυπτο μεταξύ του 320 και του 31 προ Χριστού.
[2] Παρασάγγης ή φαρσάγγ. Περσική μονάδα μετρήσεως αποστάσεως ίση με το διάστημα βαδίσματος μιας ώρας. Σε εύκολο πεδίο αυτή μετρούνταν σε 5,5-6 χιλιόμετρα.

Βιβλιογραφία
Ηροδότου, Ιστορίαι.
Πομπονίου Μέλα, Χρονογραφία.
Στράβωνος, Γεωγραφικά.
Πλάτωνος, Χαρμίδης.
Λακταντίου, de mortibus persecutorum.
Αρριανού, Ανάβασις.
Διόδωρου Σικελιώτη, Reliquiae.
Μαρτιάλη, Επιγράμματα.
Ιουλιανού Φλαβίου Κλαύδιου, Καίσαρες.
Ισιδώρου Σεβίλλης, Historia Gotorum. Historia Vandalorum et Suevorum.
A. Constantinescu,Zalmoxe si Curentul de Innoire Mistica a Vechil Religii, Bucuresti, Ed. ‘Bucovina’, 1941.
Jean Coman, «Zalmoxis, un Grand Problème Gète», στο Zalmoxis Revue des Etudes Religieuses, publie sous la direction de Mircea Eliade, II, I, Paris 1939.
Jean Coman, «Zalmoxis et Orphée», Ephemeridis Instituti Archeologici Bulgarici, vol., XIV, SERDICAE MCML 1950.
Nouzille Jean, Τρανσυλβανία, χώρος επαφών και αγώνων, Εκ., EL-RO, Αθήνα 1997. εδώ υπάρχουν χάρτες.

© 2003 Κ. Τσοπάνης

Creative Commons License Licensed under a Creative Commons Attribution-ShareAlike 4.0 International License. Writers are the copyright holders of their work and have right to publish it elsewhere with any free or non free license they wish.

Comments are closed.