Προσεγγίσεις στην ελληνική γλώσσα

Προσεγγίσεις στην ελληνική γλώσσα

K. Καλογερόπουλος, Δρ. Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου:

Παραπομπή ως: Καλογερόπουλος, Κ. (2005). Προσεγγίσεις στην ελληνική γλώσσα. Archive, 1, 27–35. DOI:10.5281/zenodo.4522007, ARK:/13960/t1fk2kx6r

Abstract
In this paper we are analyzing two different approaches to the essence and functionality of the Greek language, based on the presentation of two scientists in a conference on “The Greek language in the enlarged European Union”. Then, we are presenting our personal opinion about the Greek language, synthetic and differentiated from the modern tendencies of specialization of linguistic science. Certainly, modern scientific views and reflections on the Greek language are significantly influenced by many different factors, such as the philosophy of globalization or ethnocentrism, the different schools of thought for the consideration of language on a theoretical and practical level etc.

Στην παρού­σα με­λέ­τη θα προ­σπα­θή­σου­με να α­να­λύ­σου­με δύ­ο δια­φο­ρε­τι­κές προσεγγί­σεις στην ου­σί­α και τη λει­τουρ­γι­κό­τη­τα της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας, στη­ριγ­μέ­νοι στην εκφορά του λό­γου δύ­ο ε­πι­στη­μό­νων στα πλαί­σια ε­νός συ­νε­δρί­ου με θέ­μα «Η ελληνι­κή γλώσ­σα στη διευ­ρυ­μέ­νη Ευ­ρω­πα­ϊ­κή Έ­νω­ση»[1]. Κα­τό­πιν, θα εκ­φέ­ρου­με την προσω­πι­κή μας ά­πο­ψη για την ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα, συν­θε­τι­κή και δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νη α­πό τις σύγχρο­νες τά­σεις ε­ξει­δί­κευ­σης της γλωσ­σο­λο­γι­κής ε­πι­στή­μης. Ο­πωσ­δή­πο­τε, οι σύγχρονες ε­πι­στη­μο­νι­κές θε­ω­ρή­σεις και προ­βλη­μα­τι­σμοί πε­ρί της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας επη­ρε­ά­ζο­νται ση­μα­ντι­κά α­πό πολ­λούς και δια­φο­ρε­τι­κούς πα­ρά­γο­ντες, ό­πως για πα­ρά­δειγ­μα η φι­λο­σο­φί­α της πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης ή του ε­θνο­κε­ντρι­σμού οι δια­φο­ρε­τι­κές σχολές σκέ­ψης για τη θε­ώ­ρη­ση της γλώσ­σας σε θε­ω­ρη­τι­κό και πρα­κτι­κό ε­πί­πε­δο (in situ)[2] κ.α.

Η το­πο­θέ­τη­ση σε έ­να τό­σο ε­ξει­δι­κευ­μέ­νο θέ­μα α­παι­τεί -ε­κτός α­πό τις ι­στο­ρι­κές α­να­φο­ρές στην ε­ξέ­λι­ξη της γλωσ­σο­λο­γι­κής ε­πι­στή­μης- τη χρή­ση μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης ε­πι­στη­μο­νι­κής με­τα­γλώσ­σας[3] που, αν και στριφ­νή ε­νί­ο­τε, εί­ναι δυ­να­τόν να α­πο­δώ­σει κα­θα­ρό­τε­ρα το μέ­γε­θος της διά­στα­σης στις α­πό­ψεις που πα­ρου­σιά­ζο­νται στο συ­γκε­κρι­μέ­νο διά­λο­γο. Στην πε­ρί­πτω­ση της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας, μά­λι­στα, τα πράγ­μα­τα δεν εί­ναι κα­θό­λου α­πλά, κα­θώς υ­φί­στα­ται μια μα­κρά χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δος δυ­να­μι­κής ε­ξέ­λι­ξης, με­τάλ­λα­ξης ή με­του­σί­ω­σης των χρη­σι­μο­ποιού­με­νων μορ­φη­μά­των[4] α­πό την αρ­χαιό­τη­τα ως τη σύγ­χρο­νη ε­πο­χή, γε­γο­νός που ει­σά­γει πολ­λα­πλούς προ­βλη­μα­τι­σμούς και δια­φο­ρε­τι­κές ο­πτι­κές γω­νί­ες ε­ξέ­τα­σης του α­ντι­κει­μέ­νου.

Η γλώσ­σα ως αξί­α: Ο μύ­θος και η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της συ­νέ­χειας
Σε μια α­πό τις γνω­στό­τε­ρες α­φη­γή­σεις στις Ι­στο­ρί­ες του ο Η­ρό­δο­τος βά­ζει τους Α­θη­ναί­ους να ε­ξη­γή­σουν, για­τί δε θα πρό­δι­δαν πο­τέ την Ελ­λά­δα[5]. Οι λό­γοι εί­ναι α­φε­νός οι καμ­μέ­νοι να­οί των θε­ών που ζη­τούν εκ­δί­κη­ση, α­φε­τέ­ρου η κοι­νή κλη­ρο­νο­μιά αί­μα­τος και γλώσ­σας, τα κοι­νά ιε­ρά και οι θυ­σί­ες, εν τέ­λει ο ί­διος τρό­πος ζω­ής[6]. Μα­ζί με την εξ αί­μα­τος φυ­λε­τι­κή συγ­γέ­νεια και τη θρη­σκευ­τι­κή λα­τρεί­α, η γλώσ­σα εμ­φα­νί­ζε­ται ε­δώ ως ι­διά­ζου­σα πο­λι­τι­σμι­κή α­ξί­α, ά­με­σα σχε­τι­ζό­με­νη με την ελ­λη­νι­κή ταυ­τό­τη­τα και σα­φώς συν­δε­δε­μέ­νη με τη θέ­ση του Γ. Μπα­μπι­νιώ­τη στο συ­νέ­δριο για την ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα. Ο εν λό­γω α­κα­δη­μα­ϊ­κός θε­ω­ρεί πως η γλώσ­σα εί­ναι η σκέ­ψη του, ο πο­λι­τι­σμός του, η ι­στο­ρί­α του, η ταυ­τό­τη­τά του. Τού­τη η δή­λω­ση στα πλαί­σια ε­νός συ­νε­δρί­ου για την ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα στο πε­ρι­βάλ­λον της διευ­ρυ­μέ­νης Ευ­ρω­πα­ϊ­κής Έ­νω­σης –ε­κεί δη­λα­δή που η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ως ασθε­νής[7]– α­πο­κτά ι­διαί­τε­ρη ση­μα­σί­α, για­τί α­πο­δί­δει την ει­κό­να της γε­νι­κό­τε­ρης θέ­σης του και του στο­χα­σμού του για το γλωσ­σι­κό α­ντι­κεί­με­νο.

Σε ό,τι α­φο­ρά στο πρώ­το σκέ­λος της δή­λω­σής του «η γλώσ­σα εί­ναι η σκέ­ψη μου», προ­φα­νώς ο Γ. Μπα­μπι­νιώ­της α­να­φέ­ρε­ται στο ση­μαι­νό­με­νο[8] του γλωσ­σι­κού ση­μεί­ου[9] σκέ­ψη. Χρη­σι­μο­ποιού­με ε­δώ τους συ­γκε­κρι­μέ­νους γλωσ­σο­λο­γι­κούς ό­ρους, για­τί έ­να γλωσ­σι­κό ση­μεί­ο, δη­λα­δή μια λέ­ξη, δεν έ­χει εξ ο­ρι­σμού αι­τιο­λο­γι­κή σχέ­ση α­νά­με­σα στο ση­μαί­νον[10] και το ση­μαι­νό­με­νο[11]. Η σχέ­ση εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα κοι­νω­νι­κής σύμ­βα­σης α­νά­με­σα στο ά­το­μο και το γλωσ­σι­κό ή πο­λι­τι­σμι­κό του πε­ρι­βάλ­λον. Με άλ­λα λό­για α­ντί να μας πει πως η γλώσ­σα για τον ί­διο α­ντι­προ­σω­πεύ­ει ε­κεί­νη τη συ­γκε­κρι­μέ­νη κα­τη­γο­ρί­α α­ντι­κει­μέ­νων που ο­νο­μά­ζο­νται «σκέ­ψεις» του, πραγ­μα­τώ­νει τη νο­η­τι­κή ε­πε­ξερ­γα­σί­α των ε­μπει­ρι­κών του δε­δο­μέ­νων και τα α­πο­δί­δει α­φαι­ρε­τι­κά ως «σκέ­ψη» του, με­τα­τρέ­πο­ντας πα­ράλ­λη­λα το α­ντι­κεί­με­νο σε κα­τη­γο­ρού­με­νο.

Η δια­δι­κα­σί­α της α­φαί­ρε­σης και της γε­νί­κευ­σης α­που­σιά­ζει α­πό τα πρω­το­γε­νή συ­στή­μα­τα σή­μαν­σης, ό­πως εί­ναι τα ε­πι­φω­νή­μα­τα για την αν­θρώ­πι­νη γλώσ­σα ή τα ζω­ι­κά συ­στή­μα­τα ε­πι­κοι­νω­νί­ας[12]. Η γλωσ­σι­κή ε­ξέ­λι­ξη των πρω­τό­γο­νων κοι­νω­νιών α­νέ­πτυ­ξε θε­με­λιώ­δεις τύ­πους νο­ή­μα­τος πε­ρι­γρα­φι­κούς και α­να­φο­ρι­κούς, σύμ­φω­να με τους ο­ποί­ους οι νο­η­τι­κές ει­κό­νες των πραγ­μά­των ή των φαι­νο­μέ­νων α­να­κα­λού­νται στο μυα­λό ταυ­τό­χρο­να με την ο­μι­λί­α. Στη συ­νέ­χεια η α­νά­πτυ­ξη πε­ρί­πλο­κων κοι­νω­νι­κών σχη­μά­των έ­δω­σε κοι­νω­νι­κούς και συ­ναι­σθη­μα­τι­κούς τύ­πους νο­ή­μα­τος, δη­λα­δή πα­ρά­πλευ­ρες ση­μα­σί­ες, συν­δε­ό­με­νες με κοι­νω­νι­κούς ρό­λους ή προ­σω­πι­κές ο­πτι­κές γω­νί­ες ε­ξέ­τα­σης των λε­γο­μέ­νων[13]. Α­πό αυ­τή την ά­πο­ψη, λοι­πόν, η γλώσ­σα εί­ναι άρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νη με την ε­ξε­λι­κτι­κή πο­ρεί­α και την πο­λυ­πλο­κό­τη­τα της αν­θρώ­πι­νης σκέ­ψης[14]. Αλ­λά εί­ναι πραγ­μα­τι­κά αυ­τό που θέ­λει να ε­ντο­πί­σει ο καθ. Μπα­μπι­νιώ­της με τη δή­λω­σή του;

Πε­ρισ­σό­τε­ρο φως στην έ­ρευ­νά μας μπο­ρεί να ρί­ξει ο συν­δυα­σμός τού­της της συ­γκε­κρι­μέ­νης θέ­σης με την ά­πο­ψή του ό­τι  «η γλώσ­σα α­πο­τε­λεί α­ξί­α». Ο α­ξια­κός χα­ρα­κτή­ρας της γλώσ­σας προ­κύ­πτει κυ­ρί­ως α­πό την αν­θρω­πο­κε­ντρι­κή θε­ω­ρί­α για την κα­τα­γω­γή της[15], κα­θώς τη συν­δέ­ει με την ε­ξε­λι­κτι­κή πο­ρεί­α του αν­θρώ­που, την πα­ρα­γω­γή πο­λι­τι­σμού και της προσ­δί­δει τη με­τα­φυ­σι­κή διά­στα­ση της θεί­ας δωρε­άς. Α­φαι­ρώ­ντας α­πό τη γλώσ­σα τη δυ­να­τό­τη­τα της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης με το φυ­σι­κό της πε­ρι­βάλ­λον, την το­πο­θε­τεί στη σφαί­ρα της αν­θρώ­πι­νης σκέ­ψης και μά­λι­στα σε ε­πί­πε­δο ο­ντο­γέ­νε­σης[16]. Με αυ­τόν τον τρό­πο βέ­βαια η γλώσ­σα κα­θί­στα­ται η ου­σί­α και ό­χι το ερ­γα­λεί­ο της σκέ­ψης[17].

O ί­διος ο Γ. Μπα­μπι­νιώ­της, αλ­λά και η ε­πι­στη­μο­νι­κή ο­μά­δα που στη­ρί­ζει τη θέ­ση του, δί­νει α­ξια­κό χα­ρα­κτή­ρα στη γλώσ­σα, προσ­διο­ρί­ζο­ντάς τη ως «κα­θο­ρι­στι­κό συ­στα­τι­κό της προ­σω­πι­κό­τη­τας του α­τό­μου και της φυ­σιο­γνω­μί­ας ε­νός λα­ού»[18]. Βά­σει του συ­γκε­κρι­μέ­νου προσ­διο­ρι­σμού γί­νο­νται κα­τα­νο­η­τές οι ε­πό­με­νες δη­λώ­σεις πως η γλώσ­σα εί­ναι ο πο­λι­τι­σμός του, η ι­στο­ρί­α του, η ταυ­τό­τη­τά του. Με αυ­τόν τον τρό­πο αυ­το­προσ­διο­ρί­ζε­ται και το­πο­θε­τεί­ται στο χώ­ρο ε­κεί­νων των θε­ω­ρη­τι­κών –ό­πως ο Herder ή ο Humboldt- που συ­νέ­δε­σαν τη γλώσ­σα και τη λο­γο­τε­χνί­α με τον ι­διαί­τε­ρο τρό­πο σκέ­ψης, το ι­διό­μορ­φο πνεύ­μα ε­νός λα­ού[19].

Για να στη­ρί­ξει πε­ρισ­σό­τε­ρο τη θέ­ση του χρη­σι­μο­ποιεί τη δια­τύ­πω­ση του L. Witt­genstein «η γλώσ­σα μου εί­ναι ο κό­σμος μου»[20] και του F. de Saussure για τον ο­ρι­σμό της γλώσ­σας ως τα­ξι­νο­μί­α του κό­σμου. Βέ­βαια, η με­τα­φο­ρά αυ­τού που ή­θε­λε να πει ο Wittgenstein με τη φρά­ση «the means of my world mean the limits of my lan­guage», μό­νον ε­πα­γω­γι­κώς θα μπο­ρού­σε να ση­μαί­νει «η γλώσ­σα μου εί­ναι ο κό­σμος μου», κα­θώς ε­πι­δέ­χε­ται και άλ­λων ερ­μη­νειών[21]. Την ί­δια θέση φαί­νε­ται πως υ­πο­στη­ρί­ζει και ο E. Cas­sirer, ο ο­ποί­ος πι­στεύ­ει ό­τι η θε­ω­ρη­τι­κή γνώ­ση ξε­κι­νά α­πό έ­ναν κό­σμο προ­σχε­δια­σμέ­νο α­πό τη γλώσ­σα[22]. Ε­δώ ας μας ε­πι­τρα­πεί μια μι­κρή διόρ­θω­ση, κα­θώς, ο Saussure δεν α­να­φέ­ρει τη γλώσ­σα ως τα­ξι­νο­μί­α του κό­σμου, αλ­λά ως αρ­χή τα­ξι­νό­μη­σης και ε­νό­τη­τας του λό­γου[23]. Α­ντί για αυ­τή τη δή­λω­ση, βέ­βαια, ο καθ. Μπα­μπι­νιώ­της θα μπο­ρού­σε να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει κά­ποια άλ­λη που να στη­ρί­ζει πλη­ρέ­στε­ρα τις θέ­σεις του, α­φού ο­πωσ­δή­πο­τε η δι­καί­ω­ση πρέ­πει να έλ­θει μέ­σα α­πό το με­γά­λο δά­σκα­λο. Ο F. de Saussure στη συ­νέ­χεια των μα­θη­μά­των του α­να­φέ­ρει πως «τα ή­θη ε­νός έ­θνους έ­χουν τον α­ντί­κτυ­πό τους πά­νω στη γλώσ­σα του· άλ­λω­στε, η γλώσ­σα, κα­τά με­γά­λο βαθ­μό, δη­μιουρ­γεί το έ­θνος»[24].

Ω­στό­σο, η ου­σί­α των θέ­σε­ων του Γ. Μπα­μπι­νιώ­τη βρί­σκε­ται στην κα­τα­γρα­φή έ­ξι πο­λι­τι­σμι­κών και ι­στο­ρι­κών γνω­ρι­σμά­των που προσ­δί­δουν έ­να ι­διαί­τε­ρο χα­ρα­κτή­ρα στην ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα[25]. Α­νά­με­σά τους πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται η χρή­ση της γλώσ­σας α­πό προι­κι­σμέ­να πνεύ­μα­τα για μια έκ­φρα­ση προ­ηγ­μέ­νων μορ­φών σκέ­ψης, η πρώ­ι­μη α­νά­δει­ξη της ελ­λη­νι­κής σε κύ­ρια βά­ση για την εν­νοιο­λο­γι­κή έκ­φρα­ση του δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού, η σύγ­χρο­νη πα­ρου­σί­α της στο λε­ξι­λό­γιο ό­λων των ευ­ρω­πα­ϊ­κών γλωσ­σών, η α­διά­κο­πη προ­φο­ρι­κή και γρα­πτή της πα­ρά­δο­ση, η στε­νή σχέ­ση της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής προς τις πα­λαιό­τε­ρες φά­σεις της και ο ρό­λος της στις με­τα­γε­νέ­στε­ρες μορ­φές παι­δεί­ας. Κα­τό­πιν α­πο­ποιεί­ται της θέ­σης ό­τι η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα εί­ναι η πε­ριού­σια γλώσ­σα του κό­σμου, για να συ­νε­χί­σει ι­σχυ­ρι­ζό­με­νος πως υ­πήρ­ξε ό­χη­μα εκ­δή­λω­σης του αν­θρώ­πι­νου πνεύ­μα­τος στις πιο μεγά­λες στιγ­μές του.

Βέ­βαια, ό­ταν α­να­φέ­ρε­ται στη αρ­χαί­α ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα μάλ­λον εν­νο­εί τον γρα­πτό λό­γο, κα­θώς οι προ­φο­ρι­κές μαρ­τυ­ρί­ες για τις φω­νη­τι­κές αλ­λα­γές δεν υ­φί­στα­νται ή ε­ξά­γο­νται συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά α­πό τα λι­γο­στά α­πο­σπά­σμα­τα που προ­σφέ­ρο­νται για αυ­τόν τον σκο­πό[26]. Δεν προσ­διο­ρί­ζει, βέ­βαια, αν το εν­δια­φέ­ρον του στρέ­φε­ται στο φαι­νό­με­νο του ατ­τι­κι­σμού, στην α­λε­ξαν­δρι­νή κοι­νή, στην ε­πι­κή κοι­νή, στις κοι­νές του προ­φο­ρι­κού λό­γου ή τις λο­γο­τε­χνι­κές κοι­νές ή σε μια γε­νι­κή θε­ώ­ρη­ση της κλα­σι­κής ελ­λη­νι­κής, έ­τσι ό­πως την πα­ρου­σιά­ζει ο G. Thomson[27].

Α­ντί­θε­τα, εί­ναι εμ­φα­νής και συ­γκε­κρι­μέ­νη η πρό­θε­σή του να το­νί­σει την –αυ­το­νό­η­τη κα­τά την ά­πο­ψή μας- σχέ­ση της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας με την αρ­χαί­α ελ­λη­νι­κή, κά­τι στο ο­ποί­ο συμ­φω­νούν αρ­κε­τοί ε­πι­στή­μο­νες ε­ρευ­νη­τές του θέ­μα­τος[28]. Ο τρό­πος, ό­μως, με τον ο­ποί­ο το­νί­ζει την α­ξί­α της γλώσ­σας ως υ­παρ­ξια­κό στοι­χεί­ο[29] και το ρό­λο της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας στην Α­να­γέν­νη­ση, το δυ­τι­κό πο­λι­τι­σμό και τις σύγ­χρο­νες μορ­φές παι­δεί­ας, α­πο­κα­λύ­πτει μια δια­φο­ρε­τι­κή προ­ο­πτι­κή. Τη θέ­λη­σή του να παί­ξει η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα έ­ναν ι­διά­ζο­ντα ρό­λο στα πλαί­σια της πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κής, ό­πως α­να­φέ­ρει και ο ί­διος Ευ­ρώ­πης[30]. Πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, μά­λι­στα, ό­ταν θε­ω­ρεί πως ο βα­θύ­τε­ρος συ­νε­κτι­κός δε­σμός των χω­ρών-με­λών της ευ­ρω­πα­ϊ­κής κοι­νό­τη­τας εί­ναι οι α­ξί­ες πά­νω στις ο­ποί­ες στη­ρί­χθη­κε ο δυ­τι­κός πο­λι­τι­σμός. Α­ναμ­φί­βο­λα για τον ί­διο οι α­ξί­ες πά­νω στις ο­ποί­ες στη­ρί­χθη­κε ο δυ­τι­κός πολ­τι­σμός εί­ναι οι α­ξί­ες που πρό­βα­λε το αρ­χαί­ο ελ­λη­νι­κό πνεύ­μα και συ­νε­πώς η γλώσ­σα μέ­σω της ο­ποί­ας εκ­φρά­στη­καν αυ­τές οι α­ξί­ες[31].

Ο κίν­δυ­νος της αλ­λοί­ω­σης της γλώσ­σι­κής ταυ­τό­τη­τας σύμ­φω­να με τον Γ. Μπα­μπι­νιώ­τη προ­έρ­χε­ται α­πό την α­θρό­α εισ­ρο­ή τύ­πων και λέ­ξε­ων, τα α­πο­κα­λού­με­να γλωσ­σι­κά δά­νεια, α­πό ι­σχυ­ρό­τε­ρες γλώσ­σες, χω­ρίς ω­στό­σο να α­να­φέ­ρε­ται στα δά­νεια που έ­χει δε­χθεί κα­τά και­ρούς στην ι­στο­ρι­κή της ε­ξέ­λι­ξη η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα. Α­πό την άλ­λη θε­ω­ρεί μύ­θο το γε­γο­νός της υ­πε­ρο­χής ο­ρι­σμέ­νων γλωσ­σών, «ο ο­ποί­ος μά­λι­στα βα­δί­ζει στα ί­δια ύ­πο­πτα και ε­πι­κίν­δυ­να α­χνά­ρια της υ­πε­ρο­χής ο­ρι­σμέ­νων λα­ών…». Ε­ντού­τοις, ο ί­διος πα­ρά­γει το δι­κό του μύ­θο, θε­ω­ρώ­ντας την ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα ως μο­να­δι­κό φο­ρέ­α του δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού ή ό­χη­μα εκ­δή­λω­σης του αν­θρώ­πι­νου πνεύ­μα­τος στις υ­ψη­λό­τε­ρες στιγ­μές του[32].

Οι θέ­σεις του Γ. Μπα­μπι­νιώ­τη στη­ρί­ζο­νται σα­φώς σε φι­λο­σο­φι­κές ή γλωσ­σολο­γι­κές θε­ω­ρή­σεις σαν κι αυ­τές που πε­ρι­γρά­φτη­καν πιο πά­νω και α­να­πτύ­χθηκαν πα­ράλ­λη­λα με τη γέν­νη­ση του ε­θνι­κι­σμού στην Ευ­ρώ­πη του 17ου αιώ­να, αλλά και σε προ­γε­νέ­στε­ρες θε­ω­ρή­σεις ελ­λή­νων λο­γί­ων ό­πως ο Κο­ρα­ής, ο ο­ποί­ος ή­ταν ο πρώ­τος που υ­πο­στή­ρι­ξε την ταυ­τό­τη­τα α­νά­με­σα στο έ­θνος και τη γλώσσα[33] ή ο Χα­τζι­δά­κις. Ε­πί­σης, οι θέ­σεις και η επι­μο­νή του στο θέ­μα της ι­στο­ρι­κής συ­νέ­χειας στη­ρί­ζε­ται α­πό το έρ­γο των γλωσ­σο­λό­γων που θε­ω­ρούν πρω­τα­χι­κό μέ­λη­μα τη δια­χρο­νι­κή θε­ώ­ρη­ση της γλώσσας ως βα­σι­κό συ­στα­τι­κό του α­ξια­κού χα­ρα­κτή­ρα της.

Η γλώσ­σα ως ερ­γα­λεί­ο: Η κα­τάρ­γη­ση των μύ­θων
Ο α­ντί­λο­γος στη θέ­ση του Γ. Μπα­μπι­νιώ­τη –στο ί­διο συ­νέ­δριο- έρ­χε­ται δια στό­μα­τος Γ. Βε­λού­δη, που θε­ω­ρεί ό­τι «η γλώσ­σα μας εί­ναι ‘α­ξί­α’, με πολ­λές ό­μως και ει­δο­ποιούς δια­φο­ρές». Ε­πί­σης, φαί­νε­ται πως δεν εν­δια­φέ­ρε­ται για την ι­στο­ρι­κή προ­ο­πτι­κή της γλώσ­σας, θε­ω­ρεί ά­στο­χη τη με­τάγ­γι­ση πα­λαιό­τε­ρων κει­μέ­νων στη σύγ­χρο­νη μορ­φή μιας γλώσ­σας και εν τέ­λει βλέ­πει τη γλώσ­σα ως ερ­γα­λεί­ο. Πι­στεύ­ει μά­λι­στα πως εί­ναι πα­ρε­κτρο­πή το να α­ντι­λαμ­βα­νό­μα­στε τη γλώσ­σα ως στό­χο και ό­χι ως ερ­γα­λεί­ο.

Για να α­ντι­λη­φθού­με τις θέ­σεις του Γ. Βε­λού­δη, θα πρέ­πει να έ­χου­με κα­τά νου την ύ­παρ­ξη μιας άλ­λης ε­πι­στη­μο­νι­κής ο­μά­δας[34], η ο­ποί­α α­σχο­λεί­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο με τη συγ­χρο­νι­κή θε­ώ­ρη­ση της γλώσ­σας, ε­κλαμ­βά­νο­ντάς τη ως ε­πι­κοι­νω­νια­κό ερ­γα­λεί­ο που πρέ­πει να με­λε­τά­ται στη βά­ση της χρη­στι­κό­τη­τάς του, μέ­σα στα ό­ρια μιας κοι­νω­νι­κής ο­μά­δας. Α­πό αυ­τή την ά­πο­ψη θε­ω­ρού­με­νη η γλώσ­σα εί­ναι έ­να ερ­γα­λεί­ο, το ο­ποί­ο ο­ρι­σμέ­νοι­ι α­ντι­με­τώ­πι­σαν ως πα­θη­τι­κό[35], ε­νώ άλ­λοι ως ε­νερ­γη­τι­κό[36]. Η συ­γκε­κρι­μέ­νη ο­μά­δα θε­ω­ρεί πως υ­φί­στα­ται μια μυ­θο­πλα­σί­α γύ­ρω α­πό το α­ντι­κεί­με­νο της γλώσ­σας, που κά­θε άλ­λο πα­ρά πρό­σφο­ρη εί­ναι για την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση και α­νά­πτυ­ξη της Ελ­λη­νι­κής στα πλαί­σια μιας σύγ­χρο­νης κοι­νω­νι­κής δο­μής.

Α­νά­με­σα στους μυ­θεύ­μα­τα που καλ­λιερ­γού­νται, σύμ­φω­να με την ά­πο­ψη της συ­γκε­κρι­μέ­νης ο­μά­δας, πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται: η κα­θα­ρό­τη­τα και ο ά­μει­κτος χα­ρα­κτή­ρας της αρχαί­ας ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας, η πρό­τυ­πη α­ξί­α της έ­να­ντι ό­λων των άλ­λων γλωσ­σών, η αδιατά­ρα­κτη συ­νο­χή και συ­νέ­χειά της, η α­πο­κλει­στι­κή κλη­ρο­δο­σί­α της στους Νε­ο­έλ­λη­νες[37]. Εί­ναι εμ­φα­νές ε­δώ πως οι ε­πι­στή­μο­νες που α­να­πτύσ­σουν τέ­τοια προ­βλη­μα­τι­κή στο α­ντι­κεί­με­νο της γλώσ­σας διε­ρευ­νούν σύγ­χρο­να θε­ω­ρη­τι­κά ρεύ­μα­τα, τα ο­ποί­α προ­σεγ­γίζουν τη γλώσ­σα α­πό μια δια­φο­ρε­τι­κή ο­πτι­κή γω­νί­α και την α­πα­γκι­στρώ­νουν α­πό την υπο­χρέ­ω­σή της ως βα­σι­κού ε­θνι­κού χα­ρα­κτη­ρι­στι­κού[38].

Το νέ­ο ρεύ­μα στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, με εκ­πρό­σω­πους ό­πως ο Saussure, και o Bolinger, ή­ταν ε­κεί­νο που α­πε­λευ­θέ­ρω­σε τη γλωσ­σο­λο­γί­α α­πό τις ε­πι­δρά­σεις της φιλολο­γί­ας και ε­στί­α­σε στην έ­ρευ­να των ι­διαί­τε­ρων στοι­χεί­ων της γλώσ­σας, αποκλείοντας τους ι­στο­ρι­κούς, υ­πο­κει­με­νι­κούς, ψυ­χο­λο­γι­κούς ή κοι­νω­νι­κούς παράγοντες[39]. Θε­ώ­ρη­σε πως ό­λες οι γλώσ­σες και οι διά­λε­κτοι εί­ναι ι­σό­τι­μες και έ­δω­σε προ­τε­ραιό­τη­τα στο σώ­μα της προ­φο­ρι­κής γλώσ­σας. Αν και στα­τι­κό, τού­το το σχή­μα α­πε­λευ­θέ­ρω­σε το γλωσ­σι­κό α­ντι­κεί­με­νο α­πό το πρό­βλη­μα της κα­τα­γω­γής, α­πο­μο­νώ­νο­ντάς το πα­ράλ­λη­λα α­πό τις υ­φι­στά­με­νες κοι­νω­νι­κές ε­πι­δρά­σεις. Ο στό­χος του ή­ταν να ε­ξε­τά­σει τη δο­μή, δη­λα­δή την κα­τα­σκευ­ή της γλώσ­σας[40], πέ­ρα α­πό κά­θε εί­δους ε­ξάρ­τη­ση. Βά­σει των πα­ρα­πά­νω ί­σως γί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­τα­νο­η­τή η α­δια­φο­ρί­α του Γ. Βε­λού­δη για την ι­στο­ρι­κή προ­ο­πτι­κή της γλώσ­σας, αλ­λά και η με­τα­τό­πι­ση της α­ξί­ας της.

Α­πο­μά­κρυν­ση α­πό τον κοι­νω­νι­κό πα­ρά­γο­ντα, προ­ϋ­πέ­θε­σε και ε­κεί­νο το θε­ω­ρη­τι­κό ρεύ­μα που συν­δύ­α­σε τη γλώσ­σα με τη σκέ­ψη. Προ­ϋ­πό­θε­ση της αν­θρώ­πι­νης γλώσ­σας θε­ω­ρή­θη­κε η α­νά­πτυ­ξη του ε­γκε­φά­λου και ε­πο­μέ­νως της σκέ­ψης. Η γλώσ­σα δε θε­ω­ρεί­το γεν­νή­το­ρας της σκέ­ψης αλ­λά μια δια­δι­κα­σί­α α­πει­κο­νι­σμού της. Τού­τη η θε­ω­ρί­α πή­ρε νέ­α μορ­φή μέ­σω του Chomsky, ο ο­ποί­ος έ­χτι­σε μια νέ­α δο­μι­κή γλωσ­σο­λο­γί­α, με­τα­φέ­ρο­ντας το βά­ρος α­πό τη δο­μή στη σύ­ντα­ξη. Ση­μα­ντι­κή προ­σφο­ρά του θε­ω­ρή­θη­κε για το γλωσ­σι­κό α­ντι­κεί­με­νο η πα­ρα­τή­ρη­σή του πως η ι­κα­νό­τη­τα της γλώσ­σας βρί­σκε­ται για κά­θε ά­το­μο στην πε­ριο­χή με­τα­ξύ συ­νει­δη­τού και α­συ­νεί­δη­του[41].

Η σκέ­ψη για τον Chomsky υ­περ­βαί­νει τη γλώσ­σα και α­ντα­να­κλά­ται πά­νω της. Η σκέ­ψη κι­νεί­ται στα ε­πί­πε­δα της πα­γκό­σμιας ση­μειο­λο­γί­ας. Συ­νε­πώς υ­πάρ­χει μια οι­κου­με­νι­κή, μια πα­γκό­σμια γραμ­μα­τι­κή και μια προ­διά­θε­ση κά­θε φυ­σι­κής  γλώσ­σας να συν­δε­θεί με τους κα­νό­νες της[42]. Αυ­τός εί­ναι έ­νας α­πό τους λό­γους για τους ο­ποί­ους η φυ­σι­κή γλώσ­σα δεν μπο­ρεί να εί­ναι στό­χος, αν ερ­μη­νεύ­σα­με σω­στά τα λε­γό­με­να του Γ. Βε­λού­δη, κα­θώς ο στό­χος βρί­σκε­ται στη βα­θιά δο­μή, στη λο­γι­κή της σκέ­ψης που εί­ναι κοι­νή για ό­λες τις γλώσ­σες. Αν, ω­στό­σο, δεν εί­ναι αυ­τό που εν­νο­εί ο Γ. Βε­λού­δης λέ­γο­ντας πως εί­ναι πα­ρε­κτρο­πή να βλέ­που­με τη γλώσ­σα ως στό­χο, τό­τε περ­νά­με σε μια άλ­λη λο­γι­κή ερ­μη­νεί­ας, σύμ­φω­να με την ο­ποί­α δεν εί­ναι δυ­να­τόν η γλώσ­σα να θε­ω­ρεί­ται αυ­το­σκο­πός ή ο­ντό­τη­τα με με­τα­φυ­σι­κές προ­ε­κτά­σεις ού­τε ι­δε­ο­λο­γι­κός στό­χος. Ο ρό­λος της εί­ναι να εί­ναι έ­να ερ­γα­λεί­ο για την ε­ξει­κό­νι­ση της αν­θρώ­πι­νης σκέ­ψης και συ­νε­πώς δεν μπο­ρεί να ταυ­τί­ζε­ται με τη σκέ­ψη.

Σύμ­φω­να με τον Λ. Τσι­τσι­πή[43] η ε­πι­στή­μη και η ι­δε­ο­λο­γί­α πα­ρου­σιά­ζουν α­ντι­θε­τι­κές ε­ξαρ­τή­σεις. Συ­νε­πώς η διο­χέ­τευ­ση της ι­δε­ο­λο­γί­ας μέ­σω της ε­πι­στή­μης εί­ναι μια προ­σπά­θεια α­πό τη φύ­ση της α­ντι­φα­τι­κή. Η ε­πι­στή­μη βρί­σκε­ται σε μια διαρ­κή δια­λε­κτι­κή σύ­γκρου­ση α­νά­με­σα στην ι­δε­ο­λο­γί­α και την κρι­τι­κή, α­νά­με­σα στη θε­ω­ρί­α και την ε­μπει­ρί­α. Η με­τα­βί­βα­ση ι­δε­ο­λο­γι­κών θέ­σε­ων μέ­σω της γλωσ­σι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας δεν εί­ναι κα­θό­λου «α­θώ­α», α­κό­μα και αν εν­δύ­ε­ται τον μαν­δύ­α της ε­μπει­ρι­κής τεκ­μη­ρί­ω­σης. Η γλώσ­σα ε­μπε­ριέ­χει την πο­λι­τι­κή ι­στο­ρί­α, δια­πο­τί­ζε­ται α­πό την ι­δε­ο­λο­γί­α και με­τα­βι­βά­ζει μια φα­ντα­σια­κή σχέ­ση με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Με άλ­λα λό­για καλ­λιερ­γεί μύ­θους.

Στην ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα έ­νας α­πό τους πρώ­τους που προ­σπά­θη­σε να δει συγ­χρο­νι­κά τη γλώσ­σα και φυ­σι­κά να την α­παλ­λά­ξει α­πό το βά­ρος της ι­στορί­ας της ή­ταν ο Δ. Κα­ταρ­τζής, ο ο­ποί­ος έ­γρα­ψε μί­α α­πό τις πρώ­τες γραμ­μα­τι­κές της σύγ­χρο­νης Ελ­λη­νι­κής, έ­τσι ό­πως μι­λιό­ταν στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη προς το τέ­λος του 18ου αιώ­να[44]. Θε­ω­ρώντας πως δεν εί­ναι δυ­να­τόν να υ­πάρ­χει φραγ­μός στην ε­πι­στη­μο­νι­κή γνώ­ση, θέ­λη­σε έ­τσι να τρα­βή­ξει μια δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή α­νά­με­σα στην αρ­χαί­α γλώσσα και τη σύγ­χρο­νη α­πό­γο­νό της, αλ­λά η πρό­τα­σή του πέ­ρα­σε α­πα­ρα­τή­ρη­τη και εν τέ­λει ε­γκα­τα­λεί­φθη­κε[45].

Με τη σει­ρά του ο Γ. Ψυ­χά­ρης –ας μας ε­πι­τρα­πεί ε­δώ για συμ­βα­τι­κούς λό­γους να προ­σθέ­σου­με το μι­κρό του ό­νο­μα, πα­ρό­λο που ο ί­διος δεν το ε­πι­θυ­μού­σε-  ήταν α­πό τους λί­γους που δέ­χο­νταν ό­τι το φω­νο­λο­γι­κό σύ­στη­μα της Ελ­λη­νι­κής εί­χε αλ­λά­ξει ρι­ζι­κά  α­πό την αρ­χαιό­τη­τα και συ­νε­πώς  δε χρεια­ζό­ταν ο­ποιαδή­πο­τε α­να­δρο­μι­κή διόρ­θω­ση. Ε­πη­ρε­α­σμέ­νος, μά­λι­στα,  α­πό τα θε­με­λιώ­δη α­ξιώ­μα­τα των γλωσ­σο­λό­γων της ε­πο­χής του θε­ω­ρού­σε πως η στα­δια­κή και συ­στη­ματι­κή αλ­λα­γή εί­ναι α­να­πό­σπα­στο στοι­χεί­ο ό­λων των ζω­ντα­νών γλωσ­σών. Για τον Ψυ­χά­ρη η σα­φέ­στε­ρη α­πό­δει­ξη ό­τι η αρ­χαί­α γλώσ­σα ζει α­κό­μη, βρί­σκε­ται ακρι­βώς στο γε­γο­νός ό­τι έ­χει αλ­λά­ξει α­πό την αρ­χαιό­τη­τα[46].

Το γε­γο­νός πως το γλωσ­σι­κό ζή­τη­μα δια­τη­ρή­θη­κε ε­πί μα­κρόν ως πε­δί­ο δια­μάχης ό­χι μό­νον ε­πι­στη­μο­νι­κής αλ­λά κοι­νω­νι­κής και πο­λι­τι­κής α­πέ­δω­σε στη γλώσ­σα ως α­ντι­κεί­με­νο ε­ξαι­ρε­τι­κές δυ­νά­μεις. Δυ­νά­μεις που θα μπο­ρού­σαν ουσια­στι­κά να  δη­μιουρ­γή­σουν ή να κα­τα­στρέ­ψουν τα θε­μέ­λια του κρά­τους[47]. Οποια­δή­πο­τε προ­σπά­θεια ε­πι­στρο­φής σε μια τέ­τοια δια­μά­χη, με τον έ­να ή τον άλλο τρό­πο, α­κό­μη και στη μορ­φή ε­νός σύγ­χρο­νου γλωσ­σι­κού προ­βλή­μα­τος, θα μπο­ρού­σε να εί­ναι –και εί­ναι- σε έ­να βαθ­μό κοι­νω­νι­κά α­πο­στα­θε­ρο­ποι­η­τι­κή. Α­πο­στα­θε­ρο­ποι­η­τι­κή για τον πο­λύ α­πλό λό­γο ό­τι δεν εί­ναι δυ­να­τόν μέ­σα στο ί­διο πο­τά­μι, που στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση εί­ναι η εκ­παί­δευ­ση ή η ε­πι­κοι­νω­νί­α, να λει­τουρ­γούν δύ­ο α­ντίρ­ρο­πα ρεύ­μα­τα. Κά­τω α­πό την ε­πιρ­ρο­ή α­ντιθε­τι­κών δυ­νά­με­ων η ε­ξέ­λι­ξη στο α­ντι­κεί­με­νο της γλώσ­σας κα­θί­στα­ται δια­δικα­σί­α κο­πια­στι­κή και ε­πώ­δυ­νη γε­μά­τη α­ντι­φά­σεις και α­ντι­πα­ρα­θέ­σεις ό­πως αυ­τή που διε­ρευ­νού­με στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση.

Οι ψυ­χο­ει­δείς μη­χα­νι­σμοί της γλώσ­σας και η πα­γκό­σμια γραμ­μα­τι­κή
Η δι­κή μας θέ­ση στη­ρί­ζε­ται στο γε­γο­νός πως η έ­ρυ­να της α­νά­πτυ­ξης της γρα­φής σε κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση δεν μπο­ρεί να α­να­πα­ρά­γει την ι­στο­ρί­α της α­νά­πτυ­ξης του προ­φο­ρι­κού λό­γου, της ο­μι­λί­ας. Ο γρα­πτός λό­γος εί­ναι μια δια­κρι­τή γλωσ­σι­κή λει­τουρ­γί­α, που δια­φέ­ρει α­πό τον προ­φο­ρι­κό λό­γο τό­σο στη δο­μή ό­σο και στον τρό­πο[48]. Α­πό αυ­τή την ά­πο­ψη, λοι­πόν, η ο­ποια­δή­πο­τε προ­σπά­θεια σύν­δε­σης της ζω­ντα­νής λα­λιάς των σύγ­χρο­νων Ελ­λή­νων με τα δια­σω­ζό­με­να γρα­πτά κεί­με­να της αρ­χαιό­τη­τας εί­ναι του­λά­χι­στον ά­στο­χος. Ο γρα­πτός λό­γος α­κό­μη και στην πα­ρα­μι­κρή προ­σπά­θεια α­νά­πτυ­ξής του α­παι­τεί έ­να υ­ψη­λό ε­πί­πε­δο α­φαί­ρε­σης. Εί­ναι λό­γος στο ε­πί­πε­δο της σκέ­ψης και της α­νει­κό­νι­σης μό­νο και φυ­σι­κά στε­ρεί­ται της εκ­φρα­στι­κής ι­διό­τη­τας του προ­φο­ρι­κού λό­γου σε ό,τι α­φο­ρά στην το­νι­κή α­πό­χρω­ση.

Α­πό πολ­λές α­πό­ψεις, δεν έ­χου­με α­κό­μη α­πα­ντή­σει σε κλα­σι­κά προ­βλή­μα­τα που α­φο­ρούν στη γλώσ­σα. Πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, τα ση­μα­ντι­κά προ­βλή­μα­τα σχε­τι­κά με τις δη­μιουρ­γι­κές πτυ­χές της γλωσ­σι­κής χρή­σης πα­ρα­μέ­νουν τό­σο α­πρό­σι­τα ό­σο ή­ταν πά­ντα. Ε­πί­σης, η με­λέ­τη της πα­γκό­σμιας ση­μειο­λο­γί­ας, σί­γου­ρα κρί­σι­μη για μια πλή­ρη έ­ρευ­να της  γλωσ­σι­κής δο­μής, έ­χει προ­ο­δεύ­σει ε­λά­χι­στα. Ε­κεί που έ­χει πα­ρα­τη­ρη­θεί κά­ποια πρό­ο­δος, αν και α­πο­σπα­σμα­τι­κή, εί­ναι στη με­λέ­τη των μη­χα­νι­σμών της γλώσ­σας, ε­κεί­νων των μορ­φο­ποι­η­τι­κών αρ­χών που κα­θι­στούν πι­θα­νή τη δη­μιουρ­γι­κή πτυ­χή της γλωσ­σι­κής χρή­σης, που κα­θο­ρί­ζουν τη φω­νη­τι­κή μορ­φή και το νο­η­μα­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο των εκ­φρά­σε­ων[49]. Η κα­τα­νό­η­ση αυ­τών των μη­χα­νι­σμών ό­χι μό­νον α­να­γκά­ζει το γλωσ­σι­κό α­ντι­κεί­με­νο να α­να­ζη­τή­σει λύ­σεις στον χώ­ρο της ψυ­χο­λο­γί­ας -πα­ρό­λη την α­πο­μό­νω­ση που τού ε­πι­βάλ­λει η δο­μι­κή γλωσ­σο­λο­γί­α- αλ­λά με τη σει­ρά του πα­ρά­γει μια σει­ρά α­πό ε­πι­πτώ­σεις στη με­λέ­τη της αν­θρώ­πι­νης ψυ­χο­λο­γί­ας, ι­διαί­τε­ρα σε ό­τι α­φο­ρά στον το­μέ­α των μα­θη­σια­κών δυ­σκο­λιών.

Βά­σει των πα­ρα­πά­νω πι­στεύ­ου­με λοι­πόν πως η έ­ρευ­να στον το­μέ­α της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας έ­χει ση­μα­ντι­κά θέ­μα­τα να προ­ω­θή­σει, ζω­τι­κά για την πα­ρού­σα κα­τά­στα­ση της κοι­νω­νί­ας μας, α­πό το να α­σχο­λεί­ται με το λα­μπρό και έν­δο­ξο πα­ρελ­θόν. Η έ­ρευ­να των ψυ­χο­ει­δών μη­χα­νι­σμών της γλώσ­σας έ­χει να προ­σφέ­ρει πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα στην εκ­παι­δευ­τι­κή κοι­νό­τη­τα για την α­ντι­με­τώ­πι­ση των κα­τα­νο­η­τών ή μη μα­θη­σια­κών δυ­σκο­λιών και να α­νοί­ξει νέ­ους ο­ρί­ζο­ντες στον το­μέ­α της μά­θη­σης και της εκ­παί­δευ­σης γε­νι­κό­τε­ρα.

Ο Ν. Chomsky[50] προ­τεί­νει την εν­δια­φέ­ρου­σα υ­πό­θε­ση μιας πα­γκό­σμιας, οι­κου­με­νι­κής γραμ­μα­τι­κής, για την ο­ποί­α μά­λι­στα θέ­τει κά­ποια λε­πτο­με­ρή δο­μή. Εί­ναι έ­να σύ­στη­μα ό­ρων στις γραμ­μα­τι­κές, πε­ριο­ρι­σμών στη μορ­φή και την ερ­μη­νεί­α της γραμ­μα­τι­κής σε ό­λα τα ε­πί­πε­δα, α­πό τις βα­θιές δο­μές της σύ­ντα­ξης, ως τους κα­νό­νες που ερ­μη­νεύ­ουν τις συ­ντα­κτι­κές δο­μές ση­μα­σιο­λο­γι­κά και φω­νη­τι­κά. Κά­θε φυ­σι­κή γλώσ­σα κα­τά την ά­πο­ψή του πα­ρου­σιά­ζει ση­μειο­λο­γι­κά μια σχέ­ση με αυ­τή την πα­γκό­σμια γραμ­μα­τι­κή και έ­τσι ό­λες οι γλώσ­σες ορ­γα­νώ­νο­νται σε έ­να δο­μι­κό σύ­στη­μα αλ­λη­λο­συ­σχέ­τι­σης. Έ­τσι, η με­λέ­τη μιας γλώσ­σας, για πα­ρά­δειγ­μα της Ελ­λη­νι­κής, εί­ναι δυ­να­τόν να προ­μη­θεύ­σει τον ε­ρευ­νη­τή με ση­μα­ντι­κά στοι­χεί­α για τη δο­μή άλ­λων γλωσ­σών. Με αυ­τόν τον τρό­πο η πρό­σλη­ψη μιας γλώσ­σας εί­ναι θέ­μα πρό­σθε­σης νέ­ων στοι­χεί­ων στη δο­μή της πα­γκό­σμιας γραμ­μα­τι­κής, ή της τρο­πο­ποί­η­σης του συ­στή­μα­τος με βά­ση τα νέ­α δε­δο­μέ­να.

Εί­ναι δυ­να­τόν η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα να συμ­βάλ­λει θε­τι­κά στην α­νά­πτυ­ξη μιας τέ­τοιας γραμ­μα­τι­κής; Ναι, ε­φό­σον ξε­χά­σουν οι γλωσ­σο­λό­γοι τις φο­βί­ες και τις α­πό­ψεις τους πε­ρί μι­γα­δο­ποί­η­σης της γλώσ­σας. Ή πι­στεύ­ου­με ό­τι η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα με το χρο­νι­κό της βά­θος, την α­ντο­χή της στο χρό­νο εί­ναι δυ­να­τόν να συ­νει­σφέ­ρει στη δη­μιουρ­γί­α αυ­τής της πα­γκό­σμιας γραμ­μα­τι­κής και συ­νε­πώς μπο­ρεί να ε­κτε­θεί ά­φο­βα στις αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις της πα­γκό­σμιας γλωσ­σι­κής κοι­νό­τη­τας, ή εί­ναι τό­σο α­δύ­να­μη που πρέ­πει να α­πο­μο­νω­θεί προ­κει­μέ­νου να ε­πι­βιώ­σει. Η α­πο­μό­νω­ση, ω­στό­σο, έ­χει το δε­δο­μέ­νο κό­στος του μα­ρα­σμού και της πε­νί­ας σε κοι­νω­νι­κό και πο­λι­τι­κό ε­πί­πε­δο, έ­να κό­στος που πι­στεύ­ω ό­τι η ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α ο­φεί­λει να συ­νει­δη­τοι­ή­σει πριν κά­νει τις ε­πι­λο­γές της.

Ε­πί­λο­γος
Πα­ρό­λο που το γλωσ­σι­κό ζή­τη­μα θε­ω­ρεί­ται ο­ρι­στι­κά λε­λυ­μέ­νο –του­λά­χι­στον νο­μο­θε­τι­κά α­πό το 1976- ε­ντού­τοις οι α­ντι­θέ­σεις συ­νε­χί­ζο­νται στον το­μέ­α θε­ώ­ρη­σης της γλώσ­σας, πα­ρά­γο­ντας έ­να σύγ­χρο­νο γλωσ­σι­κό πρό­βλη­μα. Η θέ­ση ε­νός ε­πι­στή­μο­να ή μιας ο­μά­δας ε­πι­στη­μό­νων πα­ρά­γει μί­α α­ντί­θε­ση α­πό κά­ποιον άλ­λο ε­πι­στή­μο­να ή α­ντί­στοι­χη ο­μά­δα, κα­θώς οι α­να­ζη­τή­σεις και οι προ­βλη­μα­τι­σμοί μας ε­ντάσ­σο­νται στους α­δυ­σώ­πη­τους δυ­ι­στι­κούς κα­νό­νες της λο­γι­κής ή της κοι­νω­νι­κής και πο­λι­τι­κής –εν γέ­νει πο­λι­τι­στι­κής- παι­δεί­ας μας. Πι­θα­νώς η λύ­ση στα ε­κά­στο­τε πα­ρα­γό­με­να προ­βλή­μα­τα να βρί­σκε­ται στη σύν­θε­ση και την ποιο­τι­κή με­τα­βο­λή που αυ­τή μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει, για μια βα­θύ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση του προς έ­ρευ­να α­ντι­κει­μέ­νου -και στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση για μια βα­θύ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση του ρό­λου της γλώσ­σας στον ελ­λη­νι­κό χώ­ρο και της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης γε­νι­κό­τε­ρα.

Η γλωσ­σο­λο­γί­α εί­ναι έ­να ευ­ρύ πε­δί­ο και το α­ντι­κεί­με­νο της έ­ρευ­νάς της εί­ναι διαρ­κώς με­τα­βαλ­λό­με­νο. Η γλώσ­σα προ­χω­ρά α­κά­θε­κτη, με­τα­πλά­θε­ται και η ε­πι­στή­μη τρέ­χει ξο­πί­σω της προ­σπα­θώ­ντας να ερ­μη­νεύ­σει, να τα­ξι­νο­μή­σει, να αι­τιο­λο­γή­σει. Πι­θα­νώς, λοι­πόν, η πρό­τα­ση του Chomsky για μια πα­γκό­σμια γραμ­μα­τι­κή να εί­ναι κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό α­να­γκαί­α εν ό­ψει των δρα­μα­τι­κών αλ­λα­γών που πα­ρα­τη­ρού­νται στην πα­γκό­σμια κοι­νω­νι­κή σκη­νή, ι­διαί­τε­ρα αν λη­φθεί υπ’ ό­ψιν το γε­γο­νός πως στο θέ­μα της γλώσ­σας υ­πει­σέρ­χο­νται ψυ­χο­ει­δείς μη­χα­νι­σμοί, που δεν ε­ξαρ­τώ­νται βέ­βαια μό­νο α­πό το ά­με­σο κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον μας.

Μέ­σα σε έ­να τέ­τοιο ε­ντα­σιο­γό­νο πε­ρι­βάλ­λον η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα ο­φεί­λει να εί­ναι ευέ­λι­κτη, δυ­να­μι­κή, προ­σαρ­μό­σι­μη στις νέ­ες συν­θή­κες και σα­φώς α­πα­γκι­στρω­μέ­νη α­πό τα φα­ντά­σμα­τα του πα­ρελ­θό­ντος. Για να ε­πι­τευ­χθεί κά­τι τέ­τοιο, ό­μως, η ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α χρειά­ζε­ται ε­ρευ­νη­τές με­γά­λου βε­λη­νε­κούς στο γλωσ­σο­λο­γι­κό το­μέ­α, διε­πι­στη­μο­νι­κά ερ­γα­στή­ρια και σα­φείς α­να­προ­σα­να­το­λι­σμούς στον εκ­παι­δευ­τι­κό της το­μέ­α. Τα πα­νε­πι­στή­μιά της α­πε­λευ­θε­ρω­μέ­να α­πό το άγ­χος της πα­ρα­γω­γής ε­πι­στη­μό­νων μπο­ρούν να γί­νουν πρω­το­πο­ρια­κά κέ­ντρα έ­ρευ­νας, προ­κει­μέ­νου να πα­ρά­γουν έ­να τμή­μα των συν­θη­κών που θα δια­μορ­φώ­σουν αυ­τή την πα­γκό­σμια γραμ­μα­τι­κή, συμ­με­τέ­χο­ντας ε­νερ­γά στον κα­θο­ρι­σμό της ε­ξε­λι­κτι­κής πο­ρεί­ας μιας οι­κου­με­νι­κής γλκώσσας. Σε μια τέ­τοια πε­ρί­πτω­ση μό­νον εί­ναι δυ­να­τόν η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα να εκ­πλη­ρώ­σει το ρό­λο της ως συμ­μέ­το­χου στα δρώ­με­να της πα­γκό­σμιας σκη­νής και της πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τας.

Παραπομπές-Σημειώσεις
[1] Πρα­κτι­κά Συ­νε­δρί­ου Η Ελ­λη­νι­κή Γλώσ­σα στη διευ­ρυ­μέ­νη Ευ­ρω­πα­ϊ­κή Έ­νω­ση, Α­θή­να 1996, Κέ­ντρο Λο­γο­τε­χνι­κής Με­τά­φρασης, σελ 120.
[2] Ερ­γα­σί­α πε­δί­ου, στην ο­ποί­α α­ντι­με­τω­πί­ζε­ται η γλώσ­σα ως ε­ξε­λισ­σό­με­νος, ζω­ντα­νός και ευαί­σθη­τος ορ­γα­νι­σμός με α­να­ρίθ­μη­τες εν­νοιο­λο­γι­κές α­πο­χρώ­σεις, ά­με­σα συν­δε­δε­μέ­νες με το κοι­νω­νι­κό και πο­λι­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον, μέ­σα στο ο­ποί­ο γί­νε­ται η χρή­ση της προς ε­ξέ­τα­σιν γλώσ­σας. Η ερ­γα­σί­α πε­δί­ου εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη για τη γλωσ­σο­λο­γί­α ως ε­πι­στή­μη, κα­θώς εί­ναι ο μό­νος τρό­πος στε­νής πα­ρα­κο­λού­θη­σης και κα­τα­γρα­φής των ε­ξε­λι­κτι­κών ή εκ­φυ­λι­στι­κών τά­σε­ων του γλωσ­σι­κού συ­στή­μα­τος.
[3] Η ι­διαί­τε­ρη γλώσ­σα ή το σύ­στη­μα ο­ρο­λο­γί­ας που χρη­σι­μο­ποιεί­ται για την πε­ρι­γρα­φή ε­νός α­ντι­κει­μέ­νου με­λέ­της.
[4] Η μι­κρό­τε­ρη δυ­να­τή μο­νά­δα ε­νός γλωσ­σι­κού συ­στή­μα­τος, που μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί φο­ρέ­ας νο­ή­μα­τος.
[5] Η­ρό­δο­τος, Ι­στο­ρ. 8.144.2.
[6] Βλ. ε­πί­σης E.Hall, Inventing the Barbarian, Oxford 1989, Oxford University Press, σελ 165.
[7] Στα πλαί­σια της θε­ω­ρί­ας του γλωσ­σι­κού η­γε­μο­νι­σμού α­σθε­νής γλώσ­σα θε­ω­ρεί­ται ε­κεί­νη που ε­κτο­πί­ζε­ται α­πό τους ποι­κί­λους το­μείς και δρα­στη­ριό­τη­τες μιας κοι­νό­τη­τας με τη στε­νή ή την ευ­ρεί­α έννοια –στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση της Ευ­ρω­πα­ϊ­κής Έ­νω­σης- και α­ντα­να­κλά σε έ­να βαθ­μό την α­νι­σό­τη­τα στην κα­τα­νο­μή πο­λι­τι­κής  και οι­κο­νο­μι­κής δύ­να­μης της εν λό­γω κοι­νό­τη­τας.
[8] Αυ­τό που στην κα­θο­μι­λού­με­νη α­πο­κα­λού­με έν­νοια, νό­η­μα.
[9] Στην κα­θο­μι­λού­μενη εν­νο­εί­ται η λέ­ξη.
[10] Α­κου­στι­κή ει­κό­να, η μορ­φή μιας σκέ­ψης.
[11] Βλ. Α. Martinet, Θέ­μα­τα Λει­τουρ­γι­κής Σύ­ντα­ξης, Νε­φέ­λη, Α­θή­να 1985, σελ. 21.
[12] R. Descartes Discours de la Methode, Γαλ­λι­κό Ιν­στι­τού­το, Α­θή­να 1948, σελ 113.
[13] Σ. Δη­μη­τρί­ου, Η Ε­ξέ­λι­ξη του Αν­θρώ­που V. Γλώσ­σα-Σώ­μα,  Κα­στα­νιώ­της, Α­θή­να 200, σελ 18.
[14] O. Ducrot – T. Todorov, Dictionnnaire encyclopedique des sciences du langage, Seuil, Paris 1972, σσ. 19, 39.
[15] Σ. Δη­μη­τρί­ου, Η Ε­ξέ­λι­ξη … σελ 19.
[16] Ε. Cassirer, Language and Myth, New York 1946, Dover, New York 1946, σελ. 97.
[17] Βλ. Α. Φρα­γκου­δά­κη, Γλώσ­σα και Ι­δε­ο­λο­γί­α, Ο­δυσ­σέ­ας. Α­θή­να 1987, σελ. 18.
[18] Γ. Μπα­μπι­νιώ­της , Ελ­λη­νι­κή Γλώσ­σα, Πα­ρελ­θόν. Πα­ρόν, Μέλ­λον, Α­θή­να 2000, Gutenberg, σελ. 5.
[19] Βλ.  Ι. Βούρ­τσης κ.α. Ει­σα­γω­γή στον Ελ­λη­νι­κό Πο­λι­τι­σμό, Τό­μος Α΄, Η Έν­νοια του Πο­λι­τι­σμού, Ό­ψεις του Πο­λι­τι­σμού, Ε.Α.Π. Πά­τρα 1999, σελ. 34.
[20] L. Wittgenstein, Tractatus-Logicophilosophicus, Gallimard, Paris 1972, σελ. 250.
[21] π.χ. «Tα ό­ρια του κό­σμου μου εί­ναι τα ό­ρια της γλώσ­σας μου».
[22] Ε. Cassirer, Language … σελ. 28
[23] Βλ  F. de Saussure, Μα­θή­μα­τα Γε­νι­κής Γλωσ­σο­λο­γί­ας, Πα­πα­ζή­σης, Α­θή­να 1979, σσ. 39-40.
[24] Στο ίδιο, σελ. 51.
[25] Γ. Μπα­μπι­νιώ­της, Ελ­λη­νι­κή...σελ. 7.
[26] Βλ. H. Tonnet, Ι­στο­ρί­α της Νέ­ας Ελ­λη­νι­κής Γλώσ­σας, Πα­πα­δή­μας, Α­θή­να 1995, σελ. 20.
[27] G. Thomson, Η Ελ­λη­νι­κή Γλώσ­σα, Αρ­χαί­α και Νέ­α, Κέ­δρος, Α­θή­να 1989, σελ. 77.
[28] Βλ. F.R. Adraros, Ι­στο­ρί­α της Ελ­λη­νι­κής Γλώσ­σας, α­πό τις Α­παρ­χές ως τις Μέ­ρες μας, Πα­πα­δή­μας, Α­θή­να 2003, σελ. 22. Ε­πί­σης, G. Thomson, Η Ελ­λη­νι­κή Γλώσ­σα…σελ. 23. Ε­πί­σης, H. Tonnet, Ι­στο­ρί­α…σελ. 13.
[29] Γ. Μπα­μπι­νιώ­της , Ελ­λη­νι­κή...σελ. 5.
[30] Στο ίδιο, σελ. 12.
[31] Στο ίδιο, σελ  24
[32] Βλ. Π. Μπου­κά­λας ‘Το Ι­σχύ­ον Νό­μι­σμα της Γλώσ­σας και οι Θρύ­λοι’ ε­φημ. Κα­θη­με­ρι­νή χ.χ.. «Oι γλωσ­σο­λό­γοι βε­βαίως ε­πι­μέ­νουν ό­τι οι γλώσ­σες δεν μοι­ρά­ζο­νται σε α­νώ­τε­ρες και κα­τώ­τε­ρες, αυ­τό ό­μως δεν ε­μπο­δί­ζει τους με­τα­φυ­σι­κούς μας να α­δια­φο­ρούν για την ε­πι­στή­μη ό­πως και για την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Στο ίν­δαλ­μα που έ­χουν κα­τα­σκευά­σει, η αρ­χαί­α ελ­λη­νι­κή εί­ναι μί­α, α­δια­φο­ρο­ποί­η­τη α­νά τους αιώ­νες, ί­δια για ό­λες τις φυ­λές κι ό­λες τις πό­λεις, υ­περ­βα­τι­κή, και συρ­ρι­κνω­τι­κά ε­ξι­σω­μέ­νη με τη γρα­πτή της μό­νο μορ­φή». Βλ. ε­πί­σης www.abnet.agrino.org
[33] R. Beaton, Ει­σα­γω­γή στη Νε­ό­τε­ρη Ελ­λη­νι­κή Λο­γο­τε­χνί­α, Νε­φέ­λη, Α­θή­να 1996, σελ. 375
[34] Ο­μά­δας με την ευ­ρύ­τε­ρη έν­νοια του ό­ρου και ό­χι με την ε­ξει­δι­κευ­μέ­νη της στε­νά και αυ­στη­ρά διαρ­θρω­μέ­νης ο­μά­δας με κοι­νούς σκο­πούς και συ­γκε­κρι­μέ­νο σχέ­διο ε­πέ­κτα­σης της ε­πιρ­ρο­ής της.
[35] Βλ, J. Piaget, The Language and the Thought of Child, Meridian, Cleveland 1963, σελ. 90.
[36] Βλ G. Berkeley, The Principles of Human Knowledge, Collins, London 1962, σελ 59.
[37] Γ. Χά­ρης (Ε­πιμ.) Δέ­κα Μύ­θοι για την Ελ­λη­νι­κή Γλώσ­σα, Πα­τά­κης, Α­θή­να 2002, σελ 8.
[38] Βλ. J. M. Hall, Ethnic Identity in Greek Antiquity, Cambridge 1997, Oxbough, σελ. 177, ε­πι­μέ­νει πως η  γλώσ­σα και οι διά­λε­κτοί της εί­ναι πε­ρι­φε­ρεια­κά στοι­χεί­α της ε­θνι­κό­τη­τας και ό­χι τα βα­σι­κά κρι­τή­ριά της. Για μια πιο α­να­λυ­τι­κή συ­ζή­τη­ση στο θέ­μα της γλώσ­σας και της ελ­λη­νι­κής ε­θνι­κό­τη­τας, Βλ. F.W. Walbank, ‘The problem of Greek nationality’, στο Phoenix 5 (1951), σελ 41-60.
[39] Βλ. R. Jackobson, Essais de Linguistique Generale, Minuit, Paris 1976 σσ. 44-48.
[40] Βλ. G. Mounin, Κλει­διά για τη Γλωσ­σο­λο­γί­α, Μ.Ι.Ε.Τ., Α­θή­να 1988, σελ. 89.
[41] Βλ. Ν. Smith-D. Wilson, Modern Linguistics. The Results of Chomsky’s Revolution, Penguin, Harmondsworth 1979, σελ. 22.
[42] Βλ. N. Chomsky, La Langage et la Pensee, Payot, Paris 1970, σσ. 69, 87.
[43] Βλ. Λ. Τσι­τσι­πής Ει­σα­γω­γή στην Αν­θρω­πο­λο­γί­α της Γλώσ­σας, Gutenberg, Α­θή­να 1995, σελ 118.
[44] R. Beaton, Ει­σα­γωγή στη Νε­ό­τε­ρη Ελ­λη­νι­κή Λο­γο­τε­χνί­α, Νε­φέ­λη, Α­θή­να 1996, σελ 374.
[45] Βλ. Κ.Θ. Δη­μα­ράς Νε­ο­ελ­λη­νι­κός Δια­φω­τι­σμός, Ερ­μής Α­θή­να 2002, σσ. 177-178.
[46] R. Beaton, Ει­σα­γω­γή…σελ 389.
[47] Στο ίδιο, σελ. 434.
[48] Βλ. L Vygotsky Σκέ­ψη και Γλώσ­σα, Γνώ­ση, Α­θή­να 1988, σσ. 11-12.
[49] Βλ. N. Chomsky, Reflections on Language, Collins, Glasgow, 1976, σελ. 54.
[50] Στο ίδιο, σελ. 40

Βιβλιογραφία
Adraros F.R., Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, από τις Απαρχές ως τις Μέρες μας, Παπαδήμας, (Αθήνα, 2003)
Beaton R., Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Νεφέλη, (Αθήνα, 1996)
Berkeley G., The Principles of Human Knowledge, Collins, (London, 1962)
Βούρτσης Ι. κ.α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Α΄, Ε.Α.Π, (Πάτρα, 1999)
Cassirer Ε., Language and Myth, Dover, (New York, 1946)
Chomsky N., La Langage et la Pensee, Payot, (Paris, 1970)
Chomsky N., Reflections on Language, Collins, (Glasgow, 1976)
Δημαράς Κ.Θ., Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Ερμής, (Αθήνα, 2002)
Δημητρίου Σ., Η Εξέλιξη του Ανθρώπου V. Γλώσσα-Σώμα, Καστανιώτης, (Αθήνα, 2001)
Descartes R., Discours de la Methode, Γαλλικό Ινστιτούτο, (Αθήνα, 1948)
Ducrot O. – Todorov T., Dictionnnaire encyclopedique des sciences du langage, Seuil, (Paris, 1972)
Hall E., Inventing the Barbarian, Oxford University Press, (Oxford, 1989)
Hall J. M., Ethnic Identity in Greek Antiquity, Oxbough, (Cambridge, 1997)
Jackobson R., Essais de Linguistique Generale, Minuit, (Paris, 1976)
Martinet Α., Θέματα Λειτουργικής Σύνταξης, Νεφέλη, (Αθήνα, 1985)
Μπαμπινιώτης Γ., Ελληνική Γλώσσα, Παρελθόν, Παρόν, Μέλλον, Gutenberg, (Αθήνα, 2000)
Μπουκάλας Π., “Το Ισχύον Νόμισμα της Γλώσσας και οι Θρύλοι” εφημ. H Καθημερινή, χ.χ.
Mounin G., Κλειδιά για τη Γλωσσολογία, Μ.Ι.Ε.Τ., (Αθήνα 1988)
Piaget J., The Language and the Thought of Child, Meridian, (Cleveland, 1963)
Saussure F. de, Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, Παπαζήσης, (Αθήνα, 1979)
Smith Ν. – Wilson D., Modern Linguistics. The Results of Chomsky’s Revolution, Penguin, (Harmondsworth, 1979)
Thomson G., Η Ελληνική Γλώσσα, Αρχαία και Νέα, Κέδρος, (Αθήνα, 1989)
Tonnet H., Ιστορία της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Παπαδήμας, (Αθήνα, 1995)
Τσιτσιπής Λ., Εισαγωγή στην Ανθρωπολογία της Γλώσσας, Gutenberg, (Αθήνα, 1995)
Vygotsky L., Σκέψη και Γλώσσα, Γνώση, (Αθήνα, 1988)
Walbank F.W., “The problem of Greek nationality”, Phoenix 5 (1951)
Wittgenstein L., Tractatus-Logicophilosophicus, Gallimard, (Paris, 1972)
Φραγκουδάκη Α., Γλώσσα και Ιδεολογία, Οδυσσέας, (Αθήνα, 1987)
Χάρης Γ., (Επιμ.), Δέκα Μύθοι για την Ελληνική Γλώσσα, Πατάκης, (Αθήνα, 2002)

© 2003 Κ. Καλογερόπουλος

Creative Commons License Licensed under a Creative Commons Attribution-ShareAlike 4.0 International License. Writers are the copyright holders of their work and have right to publish it elsewhere with any free or non free license they wish.

Comments are closed.