Μυστικισμός και θρησκευτική πίστη

Μυστικισμός και θρησκευτική πίστη

Κ. Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, Πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου

Παραπομπή ως: Τσοπάνης, Κ. (2007). Μυστικισμός και θρησκευτική πίστη. Archive, 3, σσ. 25–34 DOI:10.5281/zenodo.4576424, ARK:/13960/t2w482k65

Abstract
Mysticism had to deal in its historical course, as a phenomenon of man’s religious thought –apart from the reaction that every official religion, Jewish, Christian, Islamic, etc., showed against him from time to time- and the religious belief of many people, which often did not seek the direct union of man with the divine and opposed the tactics and methods of the mystics, opposing to them the blind belief in the doctrines of official worship.

Ο μυστικισμός είχε να αντιμετωπίσει στην ιστορική του πορεία, ως φαινόμενο της θρησκευτικής σκέψης του ανθρώπου, εκτός της αντίδρασης που εκδήλωσε κατά καιρούς εναντίον του η κάθε επίσημη θρησκεία, ιουδαϊκή, χριστιανική, ισλαμική, κ.ά. και τη θρησκευτική πίστη των πολλών ανθρώπων, η οποία συχνά δεν επιδίωκε την άμεση ένωση του ανθρώπου με το θείο και αντιστρατευόταν τις τακτικές και τις μεθόδους των μυστικιστών, αντιτάσσοντας σε αυτές την τυφλή πίστη στα δόγματα της επίσημης λατρείας.

Έκσταση και ενόραση
Πολλές φορές ο μυστικισμός υποχώρησε, κρυμμένος στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, για να επανεμφανιστεί πιο δυνατός όταν οι περιστάσεις τον καλούσαν. Μια τέτοια έντονη επανεμφάνιση του μυστικισμού ζούμε σήμερα όπου πολλά ανήσυχα πνεύματα απορρίπτουν το σχετικό και ζητούν το απόλυτο. Τώρα ο όρος «Μυστικισμός» προέρχεται από το ρήμα μυέω-μυώ που σημαίνει καθοδηγώ κάποιον, του διδάσκω κάτι. Πολλές φορές μάλιστα οι μυούμενοι οδηγούνταν από τους μύστες στην αποκάλυψη έχοντας δεμένα τα μάτια τους. προκειμένου να μη δουν κατά την διάρκεια της μύησης ό,τι δεν έπρεπε. Από την φύση της λοιπόν η ίδια η λέξη έχει κάποια σχέση με το μυστήριο. Από την εμφάνιση του μυστικισμού ως «οδού θεογνωσίας», είτε μέσω της «έκστασης» είτε μέσω της «ενόρασης», έγιναν πολλές προσπάθειες τόσο για να εξιχνιαστεί η φύση του ως φαινομένου όσο και για να ανακαλυφθεί το τι ωθεί την ανθρώπινη ψυχή προς αυτόν. Έτσι μετά από πολύ έρευνα «έκσταση» ονομάστηκε η απομάκρυνση από την κανονική κατάσταση του ανθρώπου, η απότομη αλλαγή στη σκέψη ή τη διάθεσή του. Η λέξη σημαίνει επίσης κατάσταση δέους ή κατάπληξης, όπως όταν ο Ιησούς μιλούσε με τους μαθητές Του και οι θεατές εξίσταντο, «έμεναν έκθαμβοι». (κατά Λουκάν, β΄ 47). Μπορεί επίσης να σημαίνει υστερία ή παραφροσύνη, όπως στον Αριστοτέλη και στους ιατρικούς συγγραφείς. (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1149 b 35, εξέστηκε της φύσεως ώσπερ οι μαινόμενοι, Ιπποκράτης, Προρρητικόν, 2,9, αι… μελαγχολικαί αύται εκστάσεις οι λυσιτελείς …κ.λπ.) Επίσης. μπορεί να σημαίνει κατοχή του ανθρώπου είτε από θεϊκό πνεύμα (όπως στην περίπτωση των προφητών της Π. Διαθήκης) ή άλλο (όπως η έκσταση την οποία αποδίδει ο Ωριγένης στην Πυθία). (Ωριγένης, Κατά Κέλσου, 7.3.) Σε αυτήν την περίπτωση όμως δεν πρόκειται περί έκστασης που έχει σχέση με τη μυστική ένωση αλλά περί προσωρινής κατοχής, της γνωστής και ως «πνευματικής καταληψίας». Το υπερκόσμιο πνεύμα εισέρχεται στον άνθρωπο χωρίς να υψώνεται ο άνθρωπος πάνω από το σώμα του είτε με δικές του ενέργειες είτε με ενέργειες κάποιου άλλου.

Αυτό φυσικά δεν έχει σχέση με τη χριστιανική «μυστική έκσταση», η οποία είναι περισσότερο «ενόραση», άπλωμα και παράδοση του εαυτού, έφεση προς την επαφή και ταυτόχρονα γαλήνη και πνευματική προσπάθεια προσαρμογής. Η ανθρώπινη ψυχή δεν εκμηδενίζεται αλλά ταυτίζεται με την θεϊκή της φύση. Όμως και σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν σαφείς ομοιότητες με τις αποκαλούμενες παγανιστικές εμπειρίες. Η διαφορά και πάλι είναι ότι ο παγανιστής που επιδιώκει την ταύτιση, το κάνει για να αποκτήσει προσωπική δύναμη και μαγικοποιεί κάποιες λέξεις τις οποίες πιστεύει ικανές να προκαλέσουν την ένωση, κάτι που δεν απαντάται εν γένει στο Χριστιανισμό. Η μυστική ένωση είναι εμπειρία μικρής διάρκειας η οποία κατά κανόνα συμβαίνει μόνο ύστερα από μεγάλα χρονικά διαστήματα και πολύ κόπο. Η unio mystica, η οποία αναγνωρίστηκε από την εκκλησία είναι μια στιγμιαία φώτιση που χορηγείται μόνο ευκαιριακά και ίσως μόνο για μία φορά κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής. Οποιαδήποτε ενέργεια και εάν ελευθερώθηκε οποιαδήποτε ασφάλεια και εάν δόθηκε, το ανθρώπινο όν που τη βίωσε δεν απέβαλε από τότε την ανθρώπινη κατάσταση του. Παρέμεινε κοινός θνητός που όφειλε να ολοκληρώσει την ζωή του στη γη. Σε αντιδιαστολή με αυτή την εμπειρία υπάρχει και η εμπειρία του αποκαλούμενου «αιρετικού μυστικού» ο οποίος αισθανόταν πως είχε πλήρως μεταμορφωθεί. Δεν είχε απλώς ενωθεί με το Θεό, είχε ταυτιστεί με τον Θεό και θα παρέμενε ταυτισμένος για πάντα.

Εκτός από την έκσταση και την ενόραση, που είναι τρόποι μυστικής ένωσης με το θεϊκό, υπάρχουν επίσης και δύο τύποι μυστικιστικής εμπειρίας. Η «εξωστρεφής» εμπειρία που στρέφεται προς τα έξω, μέσω των αισθήσεων και η «ενδοστρεφής» που στρέφεται προς τα έσω, μέσα στο νου. Και οι δύο κορυφώνονται στην αίσθηση ύστατης ενότητας με ό,τι εκείνος που την αισθάνεται θεωρεί δική του ένωση ή ακόμα ταυτότητα. Όμως, ο εξωστρεφής μυστικός. χρησιμοποιώντας τις φυσικές αισθήσεις του, αντιλαμβάνεται την πολλαπλότητα των εξωτερικών υλικών αντικειμένων να μετασχηματίζεται μυστικά, με αποτέλεσμα το Ένα, ή η Ενότητα, να ακτινοβολεί μέσω αυτών. Ο ενδοστρεφής μυστικός, αντίθετα, αναζητά, αποκλείοντας σκόπιμα τις αισθήσεις, να καταδυθεί στα βάθη του δικού του εγώ. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Πλωτίνου, για τον οποίον η διαδρομή της ψυχής είναι το ταξίδι της ανακάλυψης του εαυτού: «Θα φθάσει η ψυχή όχι σε κάτι άλλο αλλά στον εαυτό της ….τα πάντα βρίσκονται μέσα μας» (Πλωτίνος VI, ix, 11,38, III, viii, 6.40.) Ο ίδιος ο Πλωτίνος, ο τέλειος τύπος του ενδοστρεφούς μυστικού, μόνο τέσσερις φορές στη ζωή του «ανυψώθηκε στον πρωταρχικό και υπέρτατο Θεό μέσω του διαλογισμού και των μεθόδων που ο Πλάτων υποδεικνύει στο Συμπόσιον. (Πορφύριος, Βίος Πλωτίνου, 23.7.)

Ο Πλωτίνος περιγράφει αυτές τις περιπτώσεις λέγοντας ότι: «ξύπνησα έξω από το σώμα και μέσα στον εαυτό μου, κατέληξα να είμαι εξωτερικός για όλα τα άλλα πράγματα και να περιέχομαι μέσα στον εαυτό μου, όταν είδα μια υπέροχη ομορφιά και ήμουν πεπεισμένος, όσο ποτέ, ότι ανήκα στην ύψιστη τάξη, όταν απήλαυσα ενεργητικά την ευγενέστερη μορφή ζωής, όταν έγινα ένα με το Θείο και ισορρόπησα μέσα στο Θείο». (Πλωτίνος, IV, viii, 1.1.) Η προσέγγιση του Θείου κατά τον Πλωτίνο είναι αυστηρά νοητική και όχι σωματική όπως σε ορισμένες ανατολικές θρησκείες, ή μυσταγωγική όπως σε ορισμένους χριστιανούς μυστικούς. Δεν επιβάλλει ούτε ασκήσεις αναπνοής, ούτε ομφαλοσκοπία, ούτε υπνωτικές επαναλήψεις ιερών συλλαβών και καμία τελετουργία δεν απαιτείται για να προκαλέσει την εμπειρία. Για τον Πλωτίνο αυτή η εμπειρία είναι φυσικό γεγονός και όχι υπερφυσική χάρη, όπως στην χριστιανική και μουσουλμανική θεωρία. Επίσης είναι μη αμοιβαία, μονόπλευρη, μόνο από την ψυχή που αισθάνεται έρωτα προς το Ένα, το οποίο όμως δεν μπορεί να αισθανθεί επιθυμία, μια και η επιθυμία είναι σημείο ατέλειας.

Παρόλες λοιπόν τις προσπάθειες ερμηνείας του μυστικισμού υπάρχουν ακόμα και σήμερα μυστικιστικές εμπειρίες των οποίων ο θρησκευτικός χαρακτήρας είναι μεν αποδεκτός, αλλά η φύση τους παραμένει σκοτεινή και ακαθόριστη. Έτσι τελικά δόθηκε ένας κοινά αποδεκτός ορισμός, που μπορεί λίγο-πολύ να καλύψει το ευρύτατο πεδίο του μυστικισμού και ο οποίος είναι ο εξής: μυστικισμός είναι η πίστη στη δυνατότητα μιας προσωπικής και άμεσης ένωσης του ανθρώπινου πνεύματος με τη θεμελιώδη αρχή της ύπαρξης, ένωση η οποία αποτελεί ταυτόχρονα τρόπο ύπαρξης και τρόπο γνώσης διαφορετικό και ανώτερο από την κανονική ύπαρξη και γνώση.

Η εμφάνιση του μυστικισμού ως ατομικής εσωτερικής αναζήτησης του θείου προκάλεσε από την αρχή ακόμα αντιδράσεις όχι μόνο από μέρους των κατά καιρούς επίσημων ιερατείων αλλά και από μέρους της πλειοψηφίας των πιστών της κάθε θρησκείας στα πλαίσια της οποίας εμφανίζονταν ενίοτε οι μυστικιστικές τάσεις. Οι αντιδράσεις προέρχονταν από το γεγονός ότι οι μυστικιστές ήταν, ή τουλάχιστον εμφανίζονταν, ως οι «μύστες», οι μυημένοι δηλαδή σε κάποιες ανώτερες πνευματικές αλήθειες οι οποίες ήταν απρόσιτες στον πολύ λαό. Αυτός ο «πνευματικός ελιτισμός» που συχνά διέκρινε τους μυστικισμούς έγινε η αιτία να ενταθούν οι σχέσεις μεταξύ του ενίοτε μυστικισμού και της «κοινής θρησκευτικότητας», της πίστης των πολλών ανθρώπων δηλαδή. Το κύριο «όπλο» του μυστικισμού σε αυτή την διαπάλη ήταν ότι εκείνος, σε αντίθεση με την κοινή θρησκευτικότητα, πρόσφερε μια άμεση μέθεξη του θεϊκού μέσω της μυστικής ένωσης.

Εδώ ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε ότι από την άλλη μεριά ο μυστικισμός ακόμα και όταν διατείνεται ότι θα απαλλάξει τον άνθρωπο από την μοίρα του, βρίσκεται στην πραγματικότητα και ο ίδιος υποκείμενος σε αυτήν την μοίρα. Η μυστική θρησκευτικότητα φέρει, όπως και κάθε άλλο δημιούργημα του ανθρώπινου πνεύματος, τη μορφή των ίδιων στιλιστικών και υφολογικών κατηγοριών, επειδή σχετίζεται απόλυτα με την ανθρώπινη ιστορία.

Θρησκευτική πίστη
Πέρα από τις, χωρίς αμφιβολία, ακραίες μυστικιστικές εκδοχές της πίστης, τον μυστικισμό δηλαδή, υπάρχει και μια ακόμα θρησκευτικότητα πολύ πιο συχνή, με μια πιο συνηθισμένη μορφή, η οποία κάποιες φορές μπορεί να είναι το ίδιο φλέγουσα, διακαής ή και βαθιά όπως και ο μυστικισμός, η οποία όμως αποφεύγει τις ελπίδες της ένωσης της ψυχής με τον Θεό, θεωρώντας τες αδύνατες, ή ακόμα και ιεροσυλία. Αυτή η θρησκευτικότητα παίρνει την μορφή της απλής «πίστης», και είναι ένα είδος πολυσύνθετο και περίπλοκο, στο οποίο ποικίλουν οι βαθμοί της έντασης. Η πίστη σαν ψυχική κατάσταση και σαν πνευματική πράξη ενέχει περισσότερο μια σχέση μεταξύ ανθρώπου και Θεού, σαν υπάρξεις που παραμένουν παντοτινά εξωτερικές η μία προς την άλλη. Η θρησκευτικότητα την οποία συναντούμε σε κάθε βήμα στους όμοιους μας, είναι αυτού του τύπου της πίστης. Η «πίστη» δεν σημαίνει όμως μια θρησκευτικότητα απαραίτητα μετριοπαθή. Είναι αλήθεια ότι οι μειωμένες θρησκευτικές απαιτήσεις των καθημερινών ανθρώπων βρίσκουν μια ικανοποίηση κυρίως στα πλαίσια της πίστης, τον καιρό που ο μυστικισμός ζητά, προφανώς, μια εξαιρετική θρησκευτική ικανότητα. Αλλά και η θρησκευτικότητα του τύπου της απλής πίστης μπορεί να έχει ακραίες τάσεις. Για να σκιαγραφήσουμε την δύναμη μέχρι την οποία φθάνει συχνά η πίστη χρησιμοποιούμε ως παράδειγμα τον πρώτο βιβλικό πατριάρχη τον Αβραάμ, ο οποίος όταν του ζητήθηκε δεν δίστασε να προσπαθήσει να θυσιάσει τον ίδιο του τον γιο τον Ισαάκ. Η πίστη του Αβραάμ δεν είναι καθόλου η επιδίωξη του ανθρώπου να ενωθεί με τον Θεό, αλλά ψυχική κατάσταση και πνευματική πράξη, πνευματικό γεγονός, χάρη στο οποίο ο άνθρωπος υπακούει, με πάθος και ίσως με πόνο και με τριγμό των οδόντων, αλλά γεμάτος από πίστη, στην θέληση του Θεού.

Εάν οι μυστικιστικές επιδιώξεις μπορούν να γεννήσουν τόσες πολλές διαφορετικές παραλλαγές, είναι φυσικό ότι και η κοινή πίστη μπορεί να πάρει ένα μεγάλο φάσμα μορφών. Δεν είναι πολύ κοπιαστικό να αποδείξουμε ότι και οι μορφές της κοινής θρησκευτικής πίστης διαμορφώνονται από την απέραντη διαφορετικότητα των πνευματικών στυλ. Η περίπτωση του παρσισμού του Ζαρατούστρα, για παράδειγμα, στην οποία η θρησκευτικότητα δεν εκδηλώνει μυστικιστικές τάσεις και έχει μια εμφανή ροπή κοινής θρησκευτικής πίστης, δείχνει σε ποιο μέτρο αυτή η πίστη δέχεται τις βαθιές αποτυπώσεις του περσικού πνεύματος. Ο απέραντος ορίζοντας, η αισιοδοξία, ο εκδραματισμός, η μνημειώδης απλότητα, είναι όλοι εκείνοι οι παράγοντες του σκελετού της περσικής θρησκευτικότητας. Το γεγονός αυτό ωστόσο, της σύνδεσης της διδασκαλίας του με την περσική πολιτισμική ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης, δεν εμπόδισε τον Ζαρατούστρα να θεωρήσει την γνώστη διδασκαλία του ως άμεση αποκάλυψη από τον θεό του τον Ορμάζδ. (Αχούρα Μάζδα).

Υπάρχουν πολλές θρησκείες θεμελιωμένες στην πίστη ότι η βασική διδασκαλία τους είναι αποκαλυμμένη από τον Θεό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει κατά συνέπεια ότι η αυθεντία αυτών των δογμάτων, ως θεϊκών αποκαλύψεων, εμποδίζει τους ανθρώπους να τα εκφράσουν μέσα από το στυλ και το ύφος κάθε εποχής. Μια υφολογική ανάλυση μπορεί να αποδείξει ακριβώς την σύνδεση της θεϊκής αποκάλυψης με τις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες και απαιτήσεις εκ μέρους των ανθρώπων. Οι αναλύσεις αυτού του είδους συμπίπτουν όλες προς την ίδια κατάληξη: μια θεϊκή αποκάλυψη είτε θεωρηθεί γνήσια εν γένει, είτε όχι, προσαρμόζεται τόσο πολύ στις ανθρώπινες συνθήκες της εποχής κατά την οποία εμφανίζεται, ώστε γίνεται τόσο πολύμορφη όπως και τα δημιουργήματα και οι διδασκαλίες που είναι αποκλειστικά ανθρώπινης προέλευσης. Οι πιο ισχυροί σχηματισμοί της πίστης εμφανίσθηκαν στα πλαίσια του παρσισμού, του Ιουδαϊσμού, του Ισλάμ, του Χριστιανισμού και ούτω καθ’ εξής. Θα δούμε παρακάτω ότι και η εκάστοτε θρησκευτική πίστη όπως και ο μυστικισμός εξάλλου σχετίζονται στιλιστικά με τις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες.

Προφήτες στην Π. Διαθήκη
Για να εξηγήσουμε ακριβώς τι εννοούμε ας στρέψουμε το βλέμμα μας στη θρησκευτική ατμόσφαιρα της Παλαιάς Διαθήκης. Οι βιβλικές απόψεις περί της δημιουργίας του κόσμου, περί του πνεύματος του Θεού το οποίο πλέει πάνω από τα ύδατα, περί της δημιουργίας του παντός μέσα από μια σειρά θαυματουργών πράξεων, περί της δημιουργίας του ανθρώπου, περί του παραδείσου, περί της πτώσεως στην αμαρτία και της απομάκρυνσης των πρώτων ανθρώπων από τον παράδεισο, περί της αύξησης του ανθρώπινου είδους και της καταστροφής του από τον κατακλυσμό, – όλα αυτά τα μοτίβα, και πολλά άλλα, πρέπει να έρθουν στην μνήμη μας για να προξενήσουν μια βαθιά ηχώ στους υπόγειους θόλους της ψυχής μας και να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το κλίμα της εποχής κατά την οποία γράφτηκαν.

Οι Εβραίοι οι οποίοι έγραψαν τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, διατηρώντας και καλλιεργώντας τις Γραφές, έσωσαν από τους πανάρχαιους μεσοποτάμιους πολιτισμούς ένα πλήθος από αρχαία μυθολογικά μοτίβα, τα οποία μετέδωσαν στους ευρωπαϊκούς λαούς οι οποίοι και παρήγαγαν εν μέρει από αυτά τους πολιτισμούς τους. Στην προϊστορική φάση, χαμένοι στην κοινή ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε στην Μικρά Ασία με την εξάπλωση των αρχαϊκών σουμεροακαδικών και βαβυλωνιακών πολιτισμών, οι Εβραίοι ήταν ένα πολυθεϊστικό γένος. Ακόμα και μόνο από τα αινιγματικά, από την πρώτη ματιά, υπονοούμενα, των πρώτων εντολών, γραμμένων από τον Μωυσή στις Πλάκες του Νόμου, προλέγεται ο αγώνας τον οποίον ο πρώτος και ο μεγαλύτερος προφήτης των Εβραίων, ήταν υποχρεωμένος να δώσει για την εδραίωση του Μονοθεϊσμού. «Εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, δεν υπάρχουν άλλοι θεοί εκτός Εμού». Για την πνευματική του δραστηριότητα ο Μωυσής βρήκε χωρίς αμφιβολία το έδαφος προετοιμασμένο από μια πατριαρχική παράδοση. Γιατί σύμφωνα με την παράδοση, πολύ προ του Μωυσή, τέθηκαν τα θεμέλια αυτής της ιδιαίτερης εβραϊκής συμφωνίας, «συμβολαιογραφικής» φύσεως, μεταξύ του Ιεχωβά και του εκλεκτού Του λαού, του Ισραήλ. Ας αποδώσουμε στην διαθηκική θρησκεία το νόημα, το οποίο αυτή πραγματικά είχε.

Η μωσαϊκή θρησκεία, αντιληπτή ως υπόσχεση μεταξύ του Ισραήλ και του Ιεχωβά δεν ήταν από την αρχή ένας μονοθεϊσμός όπως είναι σήμερα. Η ουσία της διαγράφεται ακόμα σε ένα πολυθεϊστικό φόντο. Το φαινόμενο οδηγεί ακόμα μακρύτερα σε έναν ενοθεϊσμό. Ξέρουμε ότι στην προσευχή του ο βεδικός άνθρωπος απευθύνεται σε έναν θεό, επιλεγμένο από την μεγάλη πληθώρα των ινδικών θεών σαν να υπήρχε μόνο αυτός ο μοναδικός θεός, και συσσωρεύει επάνω στον προτιμούμενο θεό όλες τις αρετές, τις ιδιότητες και τα κατορθώματα των άλλων θεών. Στους παλαιούς Εβραίους διαπιστώνουμε ορισμένες ομοιότητες με αυτήν την κατάσταση. Ο Ιεχωβά θεωρείται από την γενιά του Ισραήλ ως ο μοναδικός Θεός, σαν να υπήρχαν και άλλοι θεοί. Ποιοι ήταν οι άλλοι θεοί; Σε πρώτη γραμμή ήταν οι θεοί των άλλων λαών. Ο Ιεχωβά φαίνεται κυριευμένος από την επιθυμία να επιβληθεί Αυτός μόνος ως μοναδικός Θεός, και για αυτό επέλεξε έναν λαό, τον Ισραήλ. Ο Ισραήλ επέτυχε την εγγύηση και την υπόσχεση μιας κατάστασης χωρίς όμοιο της στον κόσμο μέσω της υπόσχεσης υποταγής και πίστης ενώπιον του Ιεχωβά. Είναι σαν ο Ιεχωβά προκειμένου να γίνει ο μοναδικός Θεός, να είχε ανάγκη από την αποκλειστική πίστη ενός λαού, του Ισραήλ. Και η υπόσχεση μεταξύ του Ισραήλ και του Ιεχωβά έγινε εν είδη συμβολαίου στην βάση της αρχής: «σου δίνω για να μου δώσεις».

Ο εβραϊκός μονοθεϊσμός, στην αρχή σχηματισμένος σε ένα πολυθεϊστικό φόντο, ραφινάρεται αργότερα, αναβαθμιζόμενος στη δική του γραμμή. Δανείστηκε μια φιγούρα που διατηρήθηκε αναλλοίωτη χάρη στις τρομερές κάποιες φορές και τρικυμιώδεις πάντοτε, κηρυγματικές δραστηριότητες των προφητών. Οι προφήτες μέσα από την εκστατική εμπειρία τους είναι οι εκπρόσωποι του μυστικισμού στην Παλαιά Διαθήκη. Η ψυχή των προφητών είναι το καμίνι του καθαρισμού και της ατσάλωσης της ιδέας της θεότητας. Μέσα από τη δραστηριότητα των προφητών βρήκε την έκφραση της μια σπάνια πορεία πνευματοποίησης, εξαλείφοντας από τη μυθολογία τον ανθρωπομορφισμό και ξεριζώνοντας ολοκληρωτικά τον ζωομορφισμό. Αυτοί οι ίδιοι οι προφήτες, θεωρούνταν ένα είδος οργάνου του Θεού, ο οποίος θέλησε δυναμικά να αποκαλυφθεί, εκ διαλειμμάτων, στον εκλεκτό του λαό. Είναι θαρραλέοι υπερασπιστές της Ιεράς Υπόσχεσης, που δόθηκε μεταξύ Ισραήλ και Ιεχωβά. Όταν ο λαός ξεχνά, και αυτόν συνέβαινε αρκετά συχνά, την δέσμευση την οποία είχε δώσει, πέφτοντας στην δίνη των ανομιών, ο Ιεχωβά τον προειδοποιούσε με κάποιον προφήτη, τον ταρακουνούσε να θυμηθεί την διαθήκη, με τρομερούς λόγους που απειλούσαν το αίμα και το σπέρμα του Ισραήλ στους αιώνες των αιώνων.

Η διαμάχη των προφητών με τα αμαρτήματα του εκλεκτού λαού, περιέχει αφάνταστο πάθος, είναι πρωτόγονη και δραματική. Οι προφήτες όμως είναι πριν από κάθε άλλη πλευρά της δραστηριότητας τους προφήτες, και αυτή τους η ιδιότητα τονίζεται από την έξαρση με την οποία ανήγγειλαν το σχέδιο με το οποίο ο Θεός θα οδηγήσει τον λαό του για να νικήσει τον κόσμο. Από αυτήν την πλευρά της προφητικής δραστηριότητας παίρνει ύπαρξη ο μεσσιανικός μύθος, ο μύθος εκείνος με την όψη στραμμένη στο μέλλον, ενός Μεσσία, ενός απεσταλμένου και λειτουργού του Θεού, ο οποίος από στιγμή σε στιγμή θα έρθει. Ο μεσσιανικός μύθος αναφέρεται εξ’ ίσου στο ιστορικό πεπρωμένο του εκλεκτού λαού, όσο και σε ένα εσχατολογικό μέλλον – περί του τέλους του κόσμου. Βρίσκουμε ιδιαίτερα συχνούς υπαινιγμούς, συστάσεις και μεσσιανικές εξαγγελίες, στους στίχους του προφητάνακτος ψαλμωδού Δαυίδ και στις αποκαλύψεις του προφήτου Ησαΐα. – Για τους θαυμαστές των παραλληλισμών και των συγκρίσεων αναφέρουμε ότι στις αρχαϊκές μεσοποτάμιες λατρείες ο μύθος του σωτήρα ήταν πολύ διαδεδομένος και καλλιεργημένος με ιδιαίτερο ζήλο. Αξιοσημείωτο είναι ωστόσο ότι στην βαβυλωνιακό πολιτισμό ο μύθος του σωτήρα είχε στενή σχέση με την κυκλική και αστρολογική αντίληψη περί της πορείας των κοσμικών και ιστορικών γεγονότων. Στο τέλος κάθε ενός μεγάλου «κοσμικού έτους» ο κόσμος καταστρέφεται, και μια ανανεωτική θεότητα αναλαμβάνει την τύχη των ανθρώπινων πεπρωμένων και σώζει την ανθρώπινη ύπαρξη, κτίζοντας έναν νέο κόσμο από τα απομεινάρια του παλιού.

Ένας παρόμοιος σωτήρας, από τον οποίο ξεκίνησε μια παγκόσμια αναγέννηση, ήταν για παράδειγμα ο θεός Μαρδούχ, του οποίου η λατρεία ήταν αυταρχική και είχε το κέντρο της στην εκπληκτική πόλη της Βαβυλώνας. Το μεσσιανικό μοτίβο έχει στην βαβυλωνιακή θρησκεία έναν απροκάλυπτα αστρικό χαρακτήρα, κυκλικό-κοσμολογικό, μυθολογικό-θεϊκό, εκτεταμένο-γιγαντιαίο, υπερανθρώπινο. Στην βαβυλωνιακή αντίληψη ο κόσμος παίρνει ύπαρξη, διαρκεί για ένα διάστημα, ξεπέφτει, καταρρέει, και τότε ένας θεός, ένας από τους πολλούς, μετατρέπεται σε σωτήρα του κόσμου, κυοφορεί μια νέα τάξη από τα απομεινάρια του γκρεμισμένου. Και το παιχνίδι αρχίζει από την αρχή σύμφωνα με ένα γιγάντιο ημερολόγιο, χωρισμένο σε συμπαντικά έτη. Ο μύθος είναι μνημειώδης χωρίς όμοιο και έχει μια εμφάνιση αστρολογική-χρονομετρική. – Το μεσσιανικό μοτίβο εμφανίζεται στους Εβραίους πολύ πιο εξανθρωπισμένο, συνδεδεμένο πρώτα από όλα με την ιστορία του ανθρώπου ή με την ιστορία κάποιων φυλών. Το μεσσιανικό μοτίβο δεν έχει στους Εβραίους χαρακτήρα κυκλικό, κοσμολογικό και αστρολογικό. Το πεπρωμένο του εκλεκτού λαού είναι αυτό που ενδιαφέρει από την αρχή έως το τέλος. Ο Μεσσίας θα έρθει για την σωτηρία του εκλεκτού λαού και για την εγκαθίδρυση μιας οριστικής κατάστασης. Το μεσσιανικό μοτίβο εμφανίζεται λοιπόν στους Εβραίους προσαρμοσμένο με τελειότητα στο πνευματικό και μονοθεϊστικό είδος της θρησκείας: ο Θεός είναι Ένας, ο Μεσσίας παρομοίως, και στο τέλος του κόσμου θα θριαμβεύσουν μια για πάντα.

Ο μοναδικός θρίαμβος του Μεσσία δεν θα ακολουθηθεί από μια νέα παρακμή ή μια νέα πτώση, όπως στην βαβυλωνιακή κυκλική αντίληψη, όπου τα κοσμικά έτη, με τους κόσμους και τους σωτήρες τους, αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο με κανονικότητα και ακρίβεια χρονομετρική των αστρικών κινήσεων και των ζωδιακών μετακινήσεων. Ο μεσσιανικός μύθος στους Εβραίους, εξανθρωπισμένος καθώς είναι, ιστορικοποιημένος, μοναδικός, συνδεδεμένος με το πεπρωμένο του ανθρώπου και κυρίως με εκείνο του εκλεκτού λαού, προϋποθέτει σαν υπόβαθρο μια θρησκεία διαθηκικής φύσης. Σίγουρα ο μεσσιανικός μύθος, απαγγέλλεται από μέρους των προφητών με προφορική αφθονία, αλλά μόνο μέσα από απερίγραπτα οράματα και υπαινιγμούς δύσκολους στην ψηλάφηση. Μέσα από τα μηνύματα τους απόκτησε μια παράξενη διαμόρφωση, κατά την διάρκεια της οποίας συμπεριέλαβε πολλά διφορούμενα. Έτσι οι πιο διαφορετικές ελπίδες αναζήτησαν μια δικλείδα στον μύθο, του οποίου κύριος συνεργάτης έγινε ο καιρός με τις καταστροφές του. Το μοτίβο του κοσμικού σωτήρα στον βαβυλωνιακό πολιτισμό είναι, είπαμε, υπερανθρώπινο. Για τους Βαβυλωνίους οι σωτήρες είναι θεοί, και δεν γνωρίζουν παρά μόνο τους δρόμους του θριάμβου. Ο ψαλμωδός Δαβίδ και ο προφήτης Ησαΐας αναγγέλλουν όμως την μελλοντική έλευση ενός Μεσσία, ο οποίος θα υποστεί πόνους και ταπεινώσεις.

Το μεσσιανικό μοτίβο είναι εδώ βαθιά εξανθρωπισμένο, και τελικά προορισμένο για μια αιώνια εξέλιξη. Η ατμόσφαιρα της μεσσιανικής αναμονής ολοένα και δυνάμωνε ώστε την εποχή της γέννησης του Θεανθρώπου, του Ιησού από την Ναζαρέτ, έπρεπε να είχε λάβει κάποιες διαστάσεις πνευματικού πυρετού. Κατειλημμένος από το συναίσθημα της άμεσης έλευσης των γεγονότων ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής ανάγγειλε την άμεση εμφάνιση του Μεσσία, εκείνου ο οποίος «δεν θα βαπτίζει μόνον εν ύδατι αλλά και πνεύματι αγίω». Σε εκείνες τις πέριξ του Ιορδάνη ποταμού περιοχές και τις δυτικά της Νεκράς θαλάσσης, πρέπει να υπήρχαν πολλοί οικισμοί, χωριουδάκια με εστίες στις οποίες έκαιγε η φλόγα της αναμονής. Ένας μύθος, ζεσταμένος από την φλόγα που μεγάλωνε στις ψυχές για πολλούς αιώνες έπρεπε κάποια στιγμή να λάβει υπόσταση. Σε αυτήν την ατμόσφαιρα της έξαρσης και της λαχτάρας της αναμονής συνέβη κατόπιν ένα ιστορικό γεγονός μιας εντελώς εξαιρετικής σημασίας.

Ο μεσσιανικός μύθος έλαβε στην πραγματικότητα στην κατοχή του μια ανθρώπινη ύπαρξη και πραγματοποιήθηκε μέσω αυτής. – Η ζωή του Ιησού από την Ναζαρέτ, διηγημένη από τους Ευαγγελιστές είναι σίγουρα από πολλές απόψεις μια προσωποποίηση του μύθου. Από αυτό το γεγονός πολλοί βιάστηκαν να συμπεράνουν ότι ο Ιησούς δεν υπήρξε ποτέ σαν αληθινή ιστορική προσωπικότητα και να θέσουν το ζήτημα μεταξύ ιστορικού και βιβλικού Ιησού που βασάνισε την Δύση για αιώνες. Αλλά η ζωή του Ιησού διαπλάθεται μυθικά, επειδή ήταν ακριβώς η πραγματοποίηση ενός μύθου, μιας υπόσχεσης, η οποία φόρτισε με τον ηλεκτρισμό όλων των αναμονών τον αέρα για τόσους αιώνες. Ο μύθος, δημιουργημένος για να πραγματοποιηθεί, έπρεπε να πραγματοποιηθεί, ευθύς μόλις εμφανίστηκε η ύπαρξη η οποία είχε την υπερανθρώπινη δύναμη να τον ολοκληρώσει. Την εποχή εκείνη πρέπει να είχαν υπάρξει και πολλοί αποτυχημένοι «χριστοί», οι οποίοι κυριάρχησαν στις μεσσιανικές προσδοκίες και είπαν: «Εγώ ειμί! Εγώ ειμί ο αναγγελθείς!» – για να καταλάβουν την δεύτερη ημέρα ότι δεν είχαν την δύναμη που απαιτούσε ένα τέτοιο πεπρωμένο, και ότι οι ίδιοι δεν ήσαν παρά κάποιοι αποτυχημένοι. Με την εμφάνιση λοιπόν του Ιησού Χριστού, αφού εκπληρώνεται στο πρόσωπο Του η μεσσιανική προφητεία της Παλαιάς Διαθήκης, ο παλαιοδιαθηκικός προφητισμός λαμβάνει τέλος και στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο τελειώνει η μακρά αλυσίδα των βιβλικών προφητών, μιας και δεν είχαν πλέον λόγω ύπαρξης. Μέχρι τη γέννηση του Χριστού οι βιβλικοί προφήτες συντήρησαν την προφητεία αλλά και η προφητεία τους συντήρησε ως θρησκευτικό φαινόμενο και εκστατική μυστική θρησκευτική κατάσταση. Από εδώ και πέρα την θέση τους την παίρνει ο χριστιανικός μυστικισμός πλέον.

Ο χριστιανικός μυστικισμός
Εδώ πρέπει να γίνει μια διάκριση μεταξύ της θρησκείας του Ιησού, και της θρησκείας για την οποία ο Ιησούς ο ίδιος έγινε θρησκευτικό αντικείμενο. Η διάκριση είναι επιτρεπτή και δυνατή, αλλά τα όρια μεταξύ αυτών των δύο είναι πολύ αόριστα και ανακριβή. Η θρησκεία του Ιησού ήταν περιχαρακωμένη από την ιδέα ενός Θεού ως Πατρός του κόσμου, από την ιδέα μιας σχέσης εξαρτηματικής, θεμελιωμένης στην άμετρη αγάπη μεταξύ ανθρώπου και επουρανίου Πατρός, από την ιδέα ότι η επίγεια ζωή μεταμορφώνεται σε μια Βασιλεία του Θεού, μια «υπερκόσμια γη», από την ιδέα ότι οι άνθρωποι μεταξύ τους, ακόμα και οι εχθροί είναι αδέλφια, από την ιδέα ότι στον κόσμο το θαύμα είναι δυνατόν, αλλά κυρίως ότι πάνω από όλα τα θαύματα είναι το θαύμα της αγάπης του πλησίον, που εκδηλώνεται στον άνθρωπο.

Η θρησκεία για την οποία το πρόσωπο του Χριστού έγινε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θρησκευτικό αντικείμενο, επικεντρώθηκε στην ίδια την εμφάνιση του Ιησού. Σε αυτήν την διαδικασία συνέβαλλε κατά τρόπο αποδοτικό ο απόστολος Παύλος. Ταυτόχρονα με την επικέντρωση στην ιστορική εμφάνιση του Θεανθρώπου Ιησού από την Ναζαρέτ, διακηρύχθηκε ένα νέο κέντρο της θρησκευτικής ζωής, ένας κόμβος πνευματικής ακτινοβολίας χωρίς όμοιο του στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο θρησκευτικός σεισμός που ξεκίνησε από εδώ αντανάκλασθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο και εξελίχθηκε μέχρι τις ημέρες μας σε πολύ διαφορετικές εκφάνσεις. Η θρησκευτική ζωή, μέσα από τις παραλλαγές της πίστης, και η θρησκευτική ζωή σαν μυστική επιδίωξη, άνθισαν πολλαπλά και σύνθετα μέσω των πιο λαμπρών αντιπροσώπων και στον χώρο του χριστιανισμού. Για πολλές φορές οι δύο εξεταζόμενοι τρόποι της θρησκευτικής ζωής, η κοινή θρησκευτική πίστη και ο μυστικισμός δηλαδή, αλληλοανέχθηκαν ο ένας τον άλλον βαδίζοντας παράλληλα, και κάποιες φορές έφτασαν σε μια θαυμαστή αλληλοεπίδραση, όπως στην ψυχή και το πνεύμα του Αποστόλου Παύλου. Άλλες φορές εκείνοι οι δύο τρόποι της θρησκευτικής ζωής κυριαρχούμενοι από πείσμα, αλληλοπολεμήθηκαν για την κυριαρχία του θρησκευτικού πεδίου.

Ο χριστιανικός μυστικισμός, με την κοινή σημασία του όρου, άργησε να εμφανισθεί, και ξεκίνησε από έναν μυστικισμό όπου η έκσταση είναι στην ουσία προσδεδεμένη και εξαρτημένη από την προφητεία. (Εδώ ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε έστω παρενθετικά ότι η «έκσταση» του προφήτη είναι μια ψυχολογική κατάσταση αρκετά διαφορετική από την «έκσταση» της μυστικής ένωσης.) Στον χριστιανικό μυστικισμό γίνεται βέβαια από την αρχή λόγος για θέωση ενώ ο άνθρωπος βρίσκεται ακόμα στο κτιστό του σώμα αλλά κάτω από ισχυρή πλατωνική επίδραση. Ο Κλήμης (Στρωμματείς 7.11) χρησιμοποιώντας το λεξιλόγιο των παγανιστικών μυστηρίων, το οποίο προσαρμόζει στην χριστιανική θρησκευτική εμπειρία, μιλά συχνά για «την εποπτείαν Θεού» αλλά δεν ξεκαθαρίζει τι εννοεί με αυτό. Κάποιες αναφορές κάνει επίσης και ο Ωριγένης όταν λέει ότι: «Συχνά μάρτυς μου ο Θεός, αισθάνθηκα τον Νυμφίο να με πλησιάζει και να βρίσκεται μαζί μου, όσο μπορεί να συμβεί αυτό, ύστερα εξαφανιζόταν ξανά και δεν μπορούσα να βρω εκείνο που ζητούσα». (Ωριγένης Hom. In Cant., 1.7.) Ωστόσο ο ίδιος ο Ωριγένης άνοιξε τον δρόμο στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης τον οποίον επηρέασε έντονα και ο οποίος αποκαλείται και ο πρώτος χριστιανός μυστικός. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης περιγράφει την μυστική εμπειρία ως ξύπνημα από το σώμα ή ανάβαση σε παρατηρητήριο, ως συνείδηση της θείας παρουσίας, απόκτηση της ιδιότητας του θεϊκού φωτός και ταύτιση με αυτό το οποίο αντιλαμβάνεται. (Γρηγόριος Νύσσης, P.G. 44, 996 A-D., 44, 453 A., 44, 508 B., 44, 1000 AB., 44, 1001 BC., 46, 93 C., 46, 372 BC,)

Παρόλα αυτά για πολλούς θεολόγους ο μυστικισμός παρέμεινε μάλλον μια θρησκευτική ανωμαλία. Υπάρχουν θεολόγοι με βεβαιωμένη πνευματική έφεση, οι οποίοι θεώρησαν τον μυστικισμό, την μυστική κατάσταση, ως μια κατάσταση πολύ άμορφη και η οποία απαιτεί ελάχιστα ελεγχόμενες προϋποθέσεις για να μπορεί να υποκριθεί τον ρόλο του πηδαλίου και της ρίζας της θρησκευτικής ζωής. Όμως ο μυστικισμός, ακόμα, και όταν του αποδίδουμε την αληθινή σημασία της ελπίδας της ψυχής για την ένωση της με τον Θεό, δεν αποτελεί ένα ιδανικό αποδεκτό ως τέτοιο από όλους τους θρησκευόμενους ανθρώπους. Κανείς δεν θα υποστηρίξει, όσο και αν η διαφορετικότητα της ομολογίας μας θολώνει το βλέμμα, ότι ο Λούθηρος, για παράδειγμα, δεν ήταν ένας άνθρωπος βαθιά θρησκευόμενος. Είναι αλήθεια ωστόσο ότι ο Λούθηρος μίλησε άνευ περιστροφών με περιφρόνηση για τις μυστικές εκστάσεις, στις οποίες αμφισβήτησε κάθε σημασία. Ο Λούθηρος, και από αυτήν την άποψη μαζί του και ο Καλβίνος, εννοούν την θρησκευτικότητα υπό την μορφή της «πίστεως», σαν πνευματική πράξη κλεισμένη στον εαυτό της. Ο μυστικισμός συχνά περιφρονήθηκε σαν ένα απλό φαινόμενο σχεδόν ανυπόστατο. Ενώ λοιπόν ο μυστικισμός περιέκλειε ένα ανώτατο και αυτονόητο ιδανικό για την ινδική σκέψη και θρησκευτικότητα, ή, σε μια ιδιαίτερη παραλλαγή, για τους οπαδούς του Λάο-Τσε, στο χριστιανικό κλίμα είχε συχνά πολύ διαφορετική αντιμετώπιση.

Μυστικισμός και ανεξιθρησκία
Εάν παραδεχθούμε ως «μυστική», με την ευρύτερη έννοια, κάθε προσπάθεια να κατασκευαστεί μια ψυχολογική γέφυρα ανάμεσα στον άνθρωπο και τη Θεότητα, τότε μπορούμε να πούμε ότι ο μυστικισμός είναι ενδημικός σε όλη σχεδόν τη θρησκευτική σκέψη. Οι «μυστικές περίοδοι» ωστόσο ταυτίζονται κυρίως με τις περιόδους αναταραχής οι οποίες γίνονται αφορμή να γεννηθούν ορισμένες κινήσεις που μπορεί να ονομασθούν «μυστικιστικές». Συγκεκριμένες τέτοιες περίοδοι είναι, για παράδειγμα στην αρχαιότητα, ο 6ος αιώνας ΠΚΕ (Πυθαγόρας, Ορφισμός), η αμέσως μετά τον πελοποννησιακό πόλεμο περίοδος (Πλάτων), ο 1ος ΠΚΕ αιώνας (Ποσειδώνιος και Νεοπυθαγορισμός) και ο 3ος αιώνας (Πλωτίνος, Νεοπλατωνισμός). Δεν πρέπει λοιπόν να μας ξενίζει το συμπέρασμα ότι «εξαθλίωση και μυστικισμός είναι συγγενή γεγονότα». Κάθε φορά που ο κόσμος φτωχαίνει σε ιδεολογικό επίπεδο και γίνεται ανασφαλής σε υλικό, καταστάσεις οι οποίες γεμίζουν με συναισθήματα φόβου και μίσους τις ψυχές των ανθρώπων, αντηχούν και πάλι τα λόγια του Αγαμέμνονα στον Όμηρο: «ας φύγουμε για την δική μας χώρα», (Ιλιάδα Β΄, 140), ερμηνευμένα από κάθε ανήσυχο πνεύμα ως πρόσκληση και υπόσχεση άμεσης διαφυγής από την ζοφερή επίγεια πραγματικότητα.

Στην σημερινή εποχή, την εποχή της ανεξιθρησκίας, εκτός από την απομόνωση και την συνεχώς αυξανόμενη υλική και πνευματική ανασφάλεια των μεγαλουπόλεων, που προετοιμάζει το έδαφος στις ψυχές των ανθρώπων για «φυγή από την κοσμική πραγματικότητα», υπάρχει και ένας ακόμα λόγος που ευνοεί την ανάπτυξη του μυστικισμού σε βάρος της κοινής θρησκευτικής πίστης. Αυτός είναι η ισοπέδωση των διαφόρων πίστεων μέσα από την κατάργηση της θρησκευτικής αυθεντίας. Σε μια εποχή όπως η δική μας όπου πίσω από τα duty-free των ευρωπαϊκών αεροδρομίων μπορεί ο καθένας να βρει στριμωγμένα ένα καθολικό προσευχητάριο, ένα προτεσταντικό παρεκκλήσιο, μια συναγωγή, ένα μικρό τζαμί και ένα βουδιστικό χώρο λατρείας, -διευθέτηση υποδειγματική και δίκαιη αλλά συνάμα και αποκαλυπτική μιας κατάρρευσης της θρησκευτικής αυθεντίας η οποία υπήρξε η βάση της κοινής θρησκευτικής πίστης- τα ανήσυχα πνεύματα φυσικό είναι να στραφούν και πάλι προς εκείνο που χάθηκε μέσα από αυτήν την αλληλοσχετικοποιητική συγκατοίκηση των θρησκειών, προς το μυστήριο.

Παρόλο τον σεβασμό, για παράδειγμα, που έδειξε προς όλα τα θρησκεύματα η συμπροσευχή της Ασίζης, ωστόσο στέρησε από τον χριστιανισμό την ιερή και απαραβίαστη αρχή του: εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία (Extra Ecclesiam nulla sallus). Ένα από τα αόρατα προπύργια της Εκκλησίας μέσα στην συνείδηση του κάθε πιστού, η μεταφυσική αυθεντία, κλονίσθηκε και η εκκλησία τείνει να μετατραπεί σε μια ηθική αυθεντία ανάμεσα στις άλλες, γεγονός που απογοητεύει τους πιστούς. Υπάρχει επομένως στις ημέρες μας μια δυσφορία του πιστού που είναι πεπεισμένος στην καρδιά του ότι κατέχει την αλήθεια αλλά ταυτόχρονα βρίσκεται αναγκασμένος να την υποβιβάσει κοινωνικά στο επίπεδο της άποψης. Έτσι, όπως και άλλοτε, είναι υποχρεωμένος να καταφύγει στην ατομική ευλάβεια ή την μητρική ζεστασιά μιας θρησκευτικής κοινότητας ή σέκτας όπου θα μοιραστεί μαζί με άλλους ανθρώπους την ίδια αφοσίωση σε έναν Θεό, πλάστη και κύριο του σύμπαντος, που ωστόσο δεν έχει καν το δικαίωμα να βγει από τον περίβολο της συναγωγής, του καθεδρικού ή του τζαμιού. Μπορεί να προσεύχεται σε όποιον θέλει αλλά η προσευχή του δεν πρέπει να έχει κοινωνικές συνέπειες. Μπορεί να ζει την πίστη του σαν μια απολυτότητα που δεν διαψεύδεται ή δεν αναιρείται, αλλά που όμως ισοπεδώνεται από την στιγμή που γίνεται αποδεκτή μαζί με τις άλλες.

Γεννημένη από την φρίκη των θρησκευτικών διώξεων η ανεξιθρησκία δεν είναι τίποτα άλλο από την πρακτική έκφραση της απελπισίας. Οι άνθρωποι δεν συνεννοούνται παρά μετριάζουν τις πεποιθήσεις τους προκειμένου να μπουν στο κοινό καλούπι της απογοήτευσης. Η θλιβερή ειρωνεία αυτής της περιπέτειας είναι ότι προσπαθώντας οι σύγχρονοι καιροί να ψυχράνουν το φλογερό ποτάμι της πίστης προκειμένου να το διοχετεύσουν σε ρεύματα λιγότερο ορμητικά, απελευθέρωσαν κυρίως την δεισιδαιμονία. Κράτησαν από τις μεγάλες πίστεις όχι τον δυναμισμό και το ενωτικό πάθος αλλά τα χειρότερα ελαττώματα τους όπως την ευπιστία, την απλοϊκότητα, την μανία του εξωλογικού. Και αυτό συνέβη γιατί μπορεί η λογική να κλόνισε την πίστη, κλόνισε όμως ταυτόχρονα και την πίστη στην ίδια την λογική. Ο θρίαμβος της ανευλάβειας αντί να αποτελέσει αύξηση της ελευθερίας έγινε η παραμόρφωσή της και το βύθισμά  της στον παιδισμό και στην άβυσσο φτηνών πολλές φορές μυστικισμών οι οποίοι «με τον έπαινό τους για την αγνότητα διεγείρουν κρυφά την ασέλγεια», όπως πολύ εύστοχα είπε κάποτε ο Νίτσε. Το ιερό μετά την απόρριψη του από τον σύγχρονο άνθρωπο μετενσαρκώθηκε σε μια γκροτέσκα παρουσία και το αποτέλεσμα θα είναι κάποια στιγμή να ζητεί ο άνθρωπος την επαφή μαζί του μέσω κομπιούτερ, όπως σήμερα συμβουλεύεται το ωροσκόπιό του. Ήδη ένα μεγάλο μέρος όσων ασχολούνται με τους υπολογιστές έχει ενσυνείδητα ή ασυνείδητα δραπετεύσει στην «δική τους χώρα» που δεν είναι τίποτα άλλο από τον πλασματικό κόσμο του κυβερνοχώρου (cyberspace). Η θρησκευτική μισαλλοδοξία επιτέλους νικήθηκε, δυστυχώς στην θέση της ήρθε η πνευματική αδιαφορία και απάθεια. Ο κόσμος ολόκληρος βλέπει με απογοήτευση όλες τις απόπειρες που έγιναν στο παρελθόν προκειμένου να εγκατασταθεί ο παράδεισος επί της γης, και οι οποίες κόστισαν πολύ ακριβά ιδίως σε ανθρώπινες ζωές, να έχουν καταλήξει στην πραγματική επικράτηση της κόλασης. Πολλά ελεύθερα πνεύματα έχοντας απορρίψει τους «θεούς της πόλεως» και μη βρίσκοντας κάποιον νέο θεό στο λίκνο ή στα σπάργανά του καταφεύγουν στο καθαρτήριο του εαυτούς του όπου δεν περιμένουν πια τίποτα, ούτε Σωτηρία, ούτε Υπέρτατο Αγαθό. Ως συνέπεια όλων αυτών, μέσα στην κυριαρχία της ανεξιθρησκίας, η πόρτα της ψυχής των ανθρώπων έχει ανοίξει και πάλι για τον μυστικισμό. Η σημερινή στροφή πολλών νέων προς τον αθωνικό κυρίως μοναχισμό από την μία, αλλά και το θερμό ενδιαφέρον για τα ανατολικά θρησκεύματα από την άλλη μαρτυρεί του λόγου το αληθές.

Βιβλιογραφία:
Αγουρίδη Σάββα, Ιστορία των Χρόνων της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1985.
Βέλλα Β., Πίνακες ισραηλιτικής ιστορίας, Αθήναι 1956.
Του ίδιου, Εβραϊκή Αρχαιολογία, Αθήναι 1965.
Γαλίτη Γεωργίου, Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1991.
Loisy A., Les mystères païens et le mystère Chrétien, Paris 1930.
Cross, J., La Divinisation des chrétiens d’ après les pères grecs, 1938.
Dodds E.R., Pagan and Christian in an Age of Anxiety, Cambridge University Press, 1990.
Kirk, K.E., The Vision of God, 1931.
Momigliano A., The conflict between Paganism and Christianity in the Fourth Century, 1963.
Otto Rudolf, Mysticism East and West, 1932.
Stace W.T., Mysticism and Philosophy, 1960.
Zaehner, R.C., Mysticism Sacred and Profane, 1961.

© Κ. Τσοπάνης 2004

Creative Commons License Licensed under a Creative Commons Attribution-ShareAlike 4.0 International License. Writers are the copyright holders of their work and have right to publish it elsewhere with any free or non free license they wish.

Comments are closed.