Μ.Ι. Στεφανάκης, Καθ. Πανεπιστημίου Aιγαίου: Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών:
Abstract
Coinages of Crete are generally thought to be characterised by a variety of styles, which range from “very fine” to “crude and barbarous”. This is, however, only one of the many outstanding characteristics of Cretan coin-design. There is generally a very clear development of the art of the Cretan coins, which started in the 5th century with less artistic or “archaic” in style types and eventually resulted in a ripe art in the Hellenistic period. However this artistic development cannot be always predicted. In quite a few cases extreme artistic ups and downs, are observable, even during short periods of production and even within the same mint. The phenomenon can be explained by the execution of dies both, by talented engravers who, in two cases do not hesitate to sign their works, and by immediately available but not very talented, even illiterate, die-cutters, in periods of need or emergency. Cretan coin-types are often influenced by works of art or other coin types from the wider area of the Greek world, while decisions of the local authorities, influences and alliances between cities, as well as common religious and mythological bonds between the Cretan cities, often impose the adoption of certain types
Πολύ λίγα έχουν γραφτεί για την κρητική νομισματοκοπία και ακόμα λιγότερα για την τέχνη των κρητικών νομισμάτων. Ο κατάλογος του Ιωάννη Σβορώνου, Numismatique de la Crète Αncienne, Macon 1890, παραμένει το μοναδικό συλλογικό έργο για τους εικονογραφικούς τύπους των κρητικών νομισμάτων χωρίς ωστόσο να εμπεριέχει κάποια ουσιαστική κριτική για την τέχνη τους, κάτι το οποίο απουσιάζει και από τις μεταγενέστερες μελέτες.
Η επικρατούσα και μοναδική άποψη περί της τέχνης των κρητικών νομισμάτων συνοψίζεται σε μια πρόταση του Mørkholm (1991, 89) ο οποίος, αναφερόμενος στην περίοδο 330/270 γράφει: “…The artistic quality of the Cretan coins of these years is extremely varied, ranging from pure unmitigated barbarism to representations that equal the best of the period…” [μτφρ.: H καλλιτεχνική ποιότητα αυτών των χρόνων είναι εξαιρετικά ποικίλη, και κυμαίνεται από τον απόλυτα αγνό βαρβαρισμό μέχρι παραστάσεις εφάμιλλες των καλλιτέρων της περιόδου]. Κάτι ανάλογο υπογραμμίζει και ο Vagi (1996, 26): “…the level of artistry…varies so greatly as to contain some true masterpieces and some barbaric attrocities…” [μτφρ.: το επίπεδο της τέχνης (των κρητικών νομισμάτων) ποικίλει τόσο έντονα ώστε να περιλαμβάνει μερικά πραγματικά αριστουργήματα και μερικές βαρβαρικές φρικαλεότητες].
Αυτή η ποικιλομορφία στην τέχνη έχει φτάσει να αποτελεί το σήμα κατατεθέν των κρητικών νομισμάτων είναι όμως μόνον ένα από τα χαρακτηριστικά της κρητικής μικροτεχνίας. Η μελέτη των νομισμάτων καταδεικνύει και άλλες ιδιαιτερότητες της χαρακτικής τέχνης των κρητικών νομισμάτων, οι οποίες συνοψίζονται παρακάτω με την μορφή γενικότερων παρατηρήσεων και πλαισιώνονται από κάποια παραδείγματα.[1]
Παρατήρηση 1η: Σε γενικές γραμμές υπάρχει μια σαφής εξέλιξη στην τέχνη των κρητικών νομισμάτων που ξεκινά στον 5ο αιώνα με λιγότερο προσεγμένες –ή “αρχαϊστικές”– παραστάσεις, για να καταλήξει στα ελληνιστικά χρόνια σε μια τέχνη ώριμη, που δεν υστερούσε σε τίποτα από την τέχνη του υπόλοιπου ελληνιστικού κόσμου.
Αυτή η εξελικτική πορεία της κρητικής χαρακτικής είναι εμφανέστατη σε δύο από τα πρωϊμότερα νομισματοκοπεία, την Γόρτυνα και την Φαιστό. Η “αρχαϊστικότερη” τέχνη των παραστάσεων των πρώτων σειρών (περ. 470-50[2]) με την μεταφορά της Ευρώπης από τον ταύρο-Δία στην εμπρόσθια όψη και την μάσκα λιονταριού ή την κεφαλή του Ερμή στην οπίσθια [εικ. 1] εξελίχτηκε σε μεταγενέστερες εκδόσεις δίνοντας παραστάσεις υψηλών καλλιτεχνικών αξιώσεων. Αρκεί να αντιπαραβληθούν τα πρώτα αυτά νομίσματα με μεταγενέστερες σειρές της Γόρτυνας, όπως αυτήν με την Ευρώπη καθισμένη στα κλαδιά του ιερού αειθαλούς πλατάνου [εικ. 2] (περ. 330-270) ή τον Βέλχανο της Φαιστού (Svoronos 1890, πιν. ΧΧΙΙΙ, 24-26, ΧΧIV, 1-2) για να κατανοήσει το μέγεθος της εξέλιξης που συντελέστηκε στη νομισματική τέχνη μέσα σε χρονικό διάστημα ενός και μισού αιώνα.
Άλλο εντυπωσιακό παράδειγμα καλλιτεχνικής εξέλιξης μας παρέχει η Σύβριτος αν κανείς συγκρίνει τα πρωϊμότερα νομίσματά της, αυτά με την κεφαλή της Ευρώπης και του Ταύρου, των μέσων του 4ου αι. (360/50 –340/30) (Le Rider 1966, πιν. XXVII, 18-19) με τις μεταγενέστερες κοπές με τον Διόνυσο και τον Ερμή (Svoronos 1890, πιν. XXX, 12-18), των αρχών του τρίτου (330-280/70).
Παρατήρηση 2η: Η εξελικτική πορεία της κρητικής νομισματικής τέχνης δεν είναι πάντα δεδομένη. Πρόκειται ακριβώς για το χαρακτηριστικό που έχει επισημανθεί από τους μελετητές, ότι δηλαδή σε πολλές περιπτώσεις εμφανίζονται καλλιτεχνικές εξάρσεις και μεταπτώσεις ακόμα και σε μικρές χρονικές περιόδους παραγωγής, ακόμα και μέσα στο ίδιο νομισματοκοπείο. Η τεχνική εκτέλεση των κρητικών σφραγίδων άλλοτε αγγίζει την τελειότητα και άλλοτε είναι τόσο πρόχειρη ώστε να χαρακτηρίζεται ως “βαρβαρική”.
Γύρω στα μέσα του 5ου αι., για παράδειγμα, την εποχή που στην Κνωσό κυκλοφορούσαν στατήρες με τον Μινώταυρο εν γούνασι δρόμωι (Svoronos 1890, πιν. ΙV, 23-28) και στην Αξό κεφαλές Απόλλωνα (Svoronos 1890, πιν. ΙΙ, 31), έργα “αρχαϊστικά” αφενός ως προς την τεχνοτροπία, κομψά όμως ως προς την εκτέλεση, το Κύταιον παρήγαγε στατήρες με σχέδια άκομψα και άτεχνα, τα οποία δείχνουν ότι ο καλλιτέχνης αγνοούσε βασικές αρχές απόδοσης μιας ανθρώπινης κεφαλής κατά τομή, αποδίδοντας το μάτι κατ΄ ενώπιον, το αυτί πολύ χαμηλότερα από το ύψος του ματιού και το σαγόνι χοντροκομμένο.[3] Ανάλογη κακοτεχνία διακρίνει τα νομίσματα της Μόδας των αρχών του 3ου αι. [εικ. 3], τα οποία αντέγραψαν τα σύγχρονά τους αλλά καλλιτεχνικά φυσιοκρατικότερα νομίσματα της Πολυρρήνιας [εικ. 4].
Η εναλλαγή “αριστουργημάτων και βαρβαρικών φρικαλεοτήτων”,[4] είναι περισσότερο έντονη όταν λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα νομισματοκοπείο κατά την διάρκεια έκδοσης μιας συγκεκριμένης νομισματικής σειράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν δύο σφραγίδες εμπροσθότυπων της Κυδωνίας των αρχών του τρίτου αιώνα οι οποίες ενώ ανήκουν στην ίδια σειρά, η πρώτη [εικ. 5] αποτελεί δείγμα υψηλής καλλιτεχνικής απόδοσης και η δεύτερη [εικ. 6] μια “βαρβαρική” απομίμηση της πρώτης, προφανώς χαραγμένη από καλλιτέχνη, ερασιτέχνη και ατάλαντο.
Περισσότερο έντονη είναι η διαφορά στην ποιότητα των παραστάσεων στην Αξό, όπου στατήρες με την κεφαλή του Απόλλωνα ως εμπροσθότυπο (Svoronos 1890, πιν. Ι, 3) διαφέρουν σημαντικά ως προς την τεχνοτροπία τους, χρονολογούνται όμως όλοι στην περίοδο 330-280/70. Κάτι αντίστοιχο παρατηρείται σε πολλά ακόμα νομισματοκοπεία του νησιού και στην Κνωσό, σε μια σειρά στατήρων, όπου η κεφαλή της Αριάδνης στην εμπρόσθια όψη άλλοτε είναι αριστουργηματική κι άλλοτε “βαρβαρική” (Svoronos 1890, πιν. V, 2-14).
Παρατήρηση 3η: Η επικρατούσα άποψη (Vagi 1996, 26-7) θέλει τα έργα υψηλής καλλιτεχνικής αξίας να είναι προϊόντα ξένων ταλαντούχων καλλιτεχνών ενώ οι κακότεχνες σφραγίδες έργα εντοπίων με λίγες ικανότητες και μικρή εμπειρία. Ωστόσο, ένας τέτοιος διαχωρισμός είναι μάλλον απόλυτος και αποκλείει εξαρχής την ύπαρξη καταξιωμένων καλλιτεχνών στην Κρήτη, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να δεχτούμε. Πιο σωστή θα ήταν η υπόθεση ότι, για άγνωστους λόγους, και σίγουρα σε περιόδους ανάγκης, η φιλοτέχνηση σφραγίδων ανατίθεται σε κάποιους άμεσα διαθέσιμους αλλά ατάλαντους χαράκτες. Μάλιστα οι επιγραφές που είναι συχνά χαραγμένες ανάποδα, ή με λάθη, μας δείχνουν ότι οι καλλιτέχνες όχι μόνο δεν ήταν εξοικειωμένοι με την χάραξη του αρνητικού σχεδίου στην σφραγίδα αλλά πολλές φορές δεν γνώριζαν γραφή ή ορθογραφία.
Μολονότι πολλοί ταλαντούχοι χαράκτες πρέπει να μισθώθηκαν κατά καιρούς από τις κρητικές πόλεις, μόνο δύο απ΄ όλους καταξιώθηκαν στον χώρο. Κι αυτό γιατί κανένας άλλος εκτός από τους Νεύαντο και Πυθόδωρο δεν υπόγραψε τις δημιουργίες του. Η μοναδική σφραγίδα που υπόγραψε ο καλλιτέχνης με το όνομά του ΝΕΥΑΝΤΟΣ και το ρήμα ΕΠΟΕΙ συναντάται στην Κυδωνία, σε μια ασημένια έκδοση στατήρων, χρονολογημένη στα χρόνια 330-270 [εικ. 7]. Η σφραγίδα του τυγχάνει να είναι η μακροβιότερη της Κυδωνίας και συνδυάσθηκε με τέσσερις διαφορετικές σφραγίδες οπισθοτύπου.[5]
Ο Πυθόδωρος μας είναι γνωστός από δύο σφραγίδες που φιλοτέχνησε σε δύο νομισματοκοπεία της δυτικής Κρήτης. Τον εμπροσθότυπο μιας ασημένιας έκδοσης στατήρων της Απτέρας των χρόνων 330-270 [εικ. 8] και τον εμπροσθότυπο μιας ασημένιας έκδοσης ημιδράχμων της Πολυρρηνίας [εικ. 9] πάλι στα ίδια χρόνια. Ο καλλιτέχνης υπόγραψε με το όνομά του σε γενική, ΠΥΘΟΔΩΡΟΥ και δεν χρησιμοποίησε ρήμα.
Μολονότι κεφαλές ανάλογης τεχνοτροπίας και τύπου με τις κεφαλές των δύο επώνυμων χαρακτών της Κρήτης εμφανίζονται σε αρκετές σύγχρονες εκδόσεις άλλων Κρητικών πόλεων[6] και πόλεων της Κυρίως Ελλάδας,[7] η τεχνοτροπία και των δύο καλλιτεχνών, για τους οποίους δεν διαθέτουμε άλλα στοιχεία, ούτε έχουμε ταυτήσει έργα τους μέχρι τώρα πουθενά αλλού στην Κρήτη ή τον ευρύτερο Ελληνικό χώρο της ελληνιστικής εποχής,[8] πλησιάζει πολύ την σύγχρονη πελοποννησιακή ή ακόμα και την κατωιταλιώτικη τεχνοτροπία. Ο κυδωνιακός τύπος της Αρτέμιδος–Δίκτυννας του Νεύαντου και της Αρτέμιδος–Απτέρας του Πυθοδώρου μπορούν να συγκριθούν με νομισματικούς τύπους Πελοποννησιακών πόλεων, όπως για παράδειγμα τη Δήμητρα του Φενεού του 4ου αι.,[9] τη Άρτεμη της Στυμφάλου των μέσων του 4ου αι.,[10] ή τη Δήμητρα της Μεσσήνης.[11] Οι επιρροές όμως είναι πιθανόν να προέρχονται και από την εικονογραφία νομισμάτων της δύσης όπως είναι η Αρέθουσα του Ευαίνετου στον πρώιμο τέταρτο αιώνα στις Συρακούσες.[12]
Δεν θα αποτελούσε έκπληξη αν ο Νεύαντος και ο Πυθόδωρος αποδεικνύονταν πελοποννήσιοι ή κατωιταλιώτες καλλιτέχνες που περιπλανώμενοι από πόλη σε πόλη του ελληνιστικού κόσμου προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, και, περαστικοί από την δυτική Κρήτη, άφησαν τις ενυπόγραφες δημιουργίες του σε τρεις πόλεις.[13] Προς το παρόν όμως κανείς μπορεί να περιοριστεί μόνο σε εικασίες και να αναρωτηθεί γιατί καλλιτέχνες τέτοιας ποιότητας υπόγραψαν έργα τους μόνο στην Κυδωνία την Απτέρα και την Πολυρρήνια, για να χαθούν στο εξής τα ονόματά τους από τα αρχεία της ιστορίας της τέχνης.
Παρατήρηση 4η: Tα πρότυπα των Κρητών καλλιτεχνών ήταν ποικίλα και η τέχνη τους επηρεασμένη από την τέχνη του ευρύτερου ελληνικού κόσμου.[14] Είναι γεγονός ότι οι καλλιτέχνες, ιδιαίτερα στα ελληνιστικά χρόνια, ταξιδεύουν και μαζί τους ταξιδεύουν σχέδια, τεχνικές, και τεχνοτροπίες, και εξαιτίας αυτής της κίνησης ελλαδίτικα έργα γλυπτικής,[15] ζωγραφικής ή αγγειογραφίας αλλά και νομισματικοί τύποι αποτυπώθηκαν σε κρητικά νομίσματα.
Ο Ερμής που δένει το σανδάλι του έργο του Λυσίππου (πρβλ. LIMC V2, Hermes, αρ. 958a-c)[16] απαντά στους στατήρες της Συβρίτου των αρχών του τρίτου αι. [εικ. 10], ενώ στην οπίσθια όψη ο Διόνυσος, στην πλάτη του πάνθηρα, είναι ένα αγαπητό μοτίβο των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (πρβλ. LIMC III2, Dionysos, αρ. 433-4, 521). Χαρακτηριστικοί κυρίως-ελλαδίτικων επιδράσεων είναι οι τύποι της Φαιστού, όπου ο Ηρακλής απεικονίζεται να κλέβει τα μήλα των Εσπερίδων (Svoronos 1890, XXIII, 8-15) όπως και σε παραστάσεις ελλαδικής αγγειογραφίας (πρβλ. LIMC V2, Herakles, αρ. 2692), ενώ η παράσταση του Ηρακλή που σκοτώνει την Λερναία Ύδρα (Svoronos 1890, XXIV, 16-23) θεωρείται ότι αντιγράφει ένα περίφημο σύμπλεγμα του Λυσίππου.[17] Ο καθιστός σε βράχο Ηρακλής με τα όπλα του ακουμπισμένα πίσω του στους στατήρες της Φαιστού (περ. 320-280) μοιράζεται πολλές ομοιότητες στην στάση με τον καθιστό πύκτη του Λυσίππου από τις Θέρμες (περ. 335) και το σκεπτόμενο Ηρακλή του ίδιου καλλιτέχνη από τον Τάραντα (περ. 325).[18] Στα νομίσματα της Πραισού ο Ηρακλής γονατιστός με τεντωμένο το τόξο του παριστάνεται είτε τη στιγμή που ξεκαθαρίζει τη Στυμφαλία λίμνη από τα σαρκοβόρα πτηνά, είτε, πιθανότερο, σε ώρα μάχης [εικ. 11] στον τύπο του Ηρακλή από το ανατολικό αέτωμα του ναού της Αθηνάς Αφαίας του 490 (W. Fuchs, Die Skulpture der Griechen, München 1983c, 291, εικ. 323), ή όπως σε παραστάσεις από την Αττική αγγειογραφία των κλασικών χρόνων (πρβλ. LIMC V2, Herakles, αρ. 2245).[19] Τα νομίσματα της Αλλαρίας [εικ. 12] παρουσιάζουν τον ήρωα όρθιο, στον τύπο Chiaramonti, έργο του τέλους του 4ου αιώνα (πρβλ. LIMC IV2, Herakles, αρ. 461)
Στα νομίσματα της Χερσονήσου ο Ηρακλής παριστάνεται έτοιμος να καταφέρει κτύπημα με το ρόπαλό του [εικ. 13], αντιγράφοντας με μεγάλη πιστότητα την παράσταση του νομίσματος των Στυμφαλίων (Kraay 1976, πιν. 17, 320), ο ένθρονος Δίας της Πραισού [εικ. 14] αντιγράφει τον Δία της Ολυμπίας του Φειδία όπως αυτός είχε διασωθεί στα τετράδραχμα του Αλεξάνδρου του Μεγάλου και των επιγόνων,[20] ενώ τα ύστερα ελληνιστικά τετράδραχμα της Γόρτυνας (Svoronos 1890, πιν. XVI, 14) και των Αρκάδων (Le Rider 1966, πιν. XXXVII, 3) φιλοξενούν τον αγαλματικό τύπο της Αθηνάς Παρθένου του Φειδία.
Θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει πολλές άλλες περιπτώσεις όπου τα εικονογραφικά πρότυπα φαίνονται να είναι εξωκρητικά, αλλά αφενός τα προαναφερθέντα παραδείγματα είναι αρκετά για να υποστηρίξουν την άποψη που εκφράστηκε και αφετέρου, μια προσπάθεια να αποδοθούν συγκεκριμένες επιρροές για κάθε νομισματοκοπείο, ελλείψει επαρκών ενδείξεων, θα οδηγούσε στην υπερβολή.[21]
Παρατήρηση 5η: Σε πολλές περιπτώσεις η αναπαραγωγή προτύπων της κυρίως Ελλάδος ή πόλεων και κρατών εκτός ελλαδικού χώρου, πρέπει να ήταν κάτι παραπάνω από θέμα απλής επιλογής του κάθε καλλιτέχνη. Πρόκειται μάλλον για μια υποχρέωσή του προκειμένου να ανταποκριθεί σε πολιτικές αποφάσεις της εκάστοτε διοικούσας αρχής.
Οι τύποι των νομισμάτων της Αίγινας για παράδειγμα αποτέλεσαν αντικείμενο μίμησης για τους Κυδωνιάτες, οι οποίοι από το δεύτερο τέταρτο του 5ου αι. μέχρι και τις αρχές του 2ου τους χρησιμοποίησαν στο λεγόμενο “ψευδο-Αιγινήτικο” νόμισμα (Robinson 1928, πιν. IX-X). Πρόκειται για μια πράξη που είχε τις ρίζες της στην πολιτική και οικονομική εξάρτηση της Κυδωνίας από την Αίγινα καθώς ή πρώτη υπήρξε αποικία της δεύτερης από το 519.[22]
Η Κνωσός [εικ. 15] και η Τύλισσος (Svoronos 1890, πιν. ΧΧΧ, 29-31) έκοψαν στις αρχές του 3ου αι. στατήρες που έφεραν ως εμπροσθότυπο την κεφαλή της Ήρας των Αργείτικων στατήρων, μία μίμηση που δικαιολογείται από την εμφάνιση του Άργους ως μητρόπολης της Κνωσού και από την αποτελεσματική διαμεσολάβησή του σε διαμάχες μεταξύ Κνωσού και Τυλίσσου.[23] Με κάποιο αντίστοιχο γεγονός σχετίζεται ίσως και η μεταγενέστερη έκδοση από την Τύλισσο και την Λύττο χάλκινων υποδιαιρέσεων με τύπους των Αργειακών τετρωβόλων του ύστερου 3ου και πρώιμου 2ου αι. πΧ.[24]
Σε πολιτική απόφαση στις αρχές του δευτέρου αιώνα π.Χ. πρέπει επίσης να αποδοθεί και η κοπή από την Κυδωνία (εικ. 16) τύπων που αντέγραφαν εκείνον της Λύκαινας και των θηλαζομένων διδύμων από τα ρωμανο-καμπανιακά νομίσματα της Ρώμης του 269 και στον εμπροσθότυπο απεικόνιζαν την κεφαλή της Αθηνάς (Ρώμης;) με φτερωτό κράνος. Άλλωστε δεν πρέπει να είναι τυχαίο γεγονός το ότι η έκδοση τους συνέπεσε με μια περίοδο δύσκολων πολεμικών αναμετρήσεων της Κυδωνίας με την Κνωσό και την Γόρτυνα, κατά την οποία η επανειλημμένη διαμεσολάβηση της Ρώμης για ειρήνη έβγαλε δύο φορές την Κυδωνία από αδιέξοδο.[25]
Οι σχέσεις 7 πόλεων της Κρήτης και συγκεκριμένα της Πολυρρήνιας, Κυδωνίας Λάππας, Κνωσού, Γόρτυνας, Πριανσού και Ιεράπυτνας με τον Μιθριδάτη ΣΤ’ Ευπάτωρα του Πόντου οδήγησαν στην κοπή τετραδράχμων Αθηναϊκού τύπου, κατά τα έτη 87/6, όταν ο συγκεκριμένος βασιλιάς ήταν κύριος του Αθηναϊκού νομισματοκοπείου.[26]
Τέλος αποτέλεσμα πολιτικών ανακατατάξεων ήταν και η κοπή των μεγάλων χάλκινων υποδιαιρέσεων από την Κνωσού με τις υπογραφές των Μνησίθεου Θαρσιδίκα, Ταυριάδα, Κύδα, Σαυρομάτη και [….]μένη με τύπους Πτολεμαϊκούς, δηλαδή την κεφαλή Δία ως εμπροσθότυπο και έναν αετό με ανοικτά φτερά πάνω σε ένα κεραυνό ως οπισθότυπο. Τα νομίσματα θεωρείται ότι κόπηκαν στην δεκαετία 40-30 και πιθανότατα μεταξύ 37/6 και 31 ως αποτέλεσμα της παραχώρησης Κρητικών εδαφών από τον Αντώνιο στην Κλεοπάτρα Ζ΄ το 37 (Dio Cassius 49, 32 5), μια παραχώρηση που κράτησε μέχρι το 31.[27]
Παρατήρηση 6η: Η χρήση εξωκρητικών καλλιτεχνικών προτύπων με τη σειρά της έχει μεγάλη σημασία για την ερμηνεία της αφηγηματικής εικονογραφίας των κρητικών νομισμάτων, κυρίως όταν αυτή αφορά τοπικούς μύθους και πρόσωπα, με αποτέλεσμα πολλές φορές η απεικόνιση των σκηνών που φιλοτεχνούνται να μην εκφράζουν πιστά αυτόν τον ιδιόμορφο τοπικό μύθο και να καθιστούν δυσχερή την ερμηνεία του. Έτσι συχνά παρουσιάζονται τοπικές θεότητες και ήρωες με τρόπους που παραπέμπουν αναπόφευκτα τον σύγχρονο μελετητή σε μια εικονογραφία περισσότερο γνωστή και περισσότερο “Ελλαδική”, ακόμα και αν το νόημα που οι παραστάσεις μετέφεραν στο κρητικό κοινό μπορεί να ήταν πολύ διαφορετικό. Οι πλανόδιοι, ξένοι χαράκτες επίσης μη γνωρίζοντας σε βάθος την κρητική παράδοση θρησκεία και μυθολογία, προφανώς δεν αντιλαμβανόταν τις τοπικές ιδιομορφίες του μύθου με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αποδώσουν τις Κρητικές μυθολογικές σκηνές σε όλη τους την ιδιομορφική αγνότητα.[28]
Έτσι, για παράδειγμα στην Γόρτυνα, σε μια έκδοση του 300 με 280/70 π.Χ, η αφηγηματική σκηνή της γαμήλιας ένωσης του αετού-Δία με την Ευρώπη που αποκαλύπτεται [εικ. 17] αποδίδεται –με εξαίρεση την ύπαρξη του δέντρου πάνω στο οποίο λαμβάνει χώρα η δράση– όπως ακριβώς η ένωση του κύκνου-Δία και της Λήδας αντιγράφοντας το σχετικά παλιότερο σύμπλεγμα του Τιμόθεου χρονολογημένο γύρω στο 360 (LIMC VI2, Leda, αρ. 6a-d). Επηρεασμένη εμφανέστατα από εξωκρητικά πρότυπα είναι η επόμενη έκδοση της Γόρτυνας όπου, σημάδι ότι ο Ιερός γάμος έχει πια τελεστεί, η Ευρώπη παρουσιάζεται ως Ήρα, δηλαδή φορώντας στεφάνη στα μαλλιά και κρατώντας ένα σκήπτρο με απόληξη πτηνού [εικ. 18], όπως ακριβώς αποδίδεται και η Ήρα σε όστρακο Απουλλιανού κρατήρα, του τέλους του 5ου αιώνα, που σήμερα βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή στο Κίελο (LIMC IV2, Hera, αρ. 154).
Παρατήρηση 7η: Ο πολλαπλασιασμός των μύθων, η συχνή μετάλλαξή τους και η πληθώρα μυθολογικών παραλλαγών που δημιουργούνται κατά τους ύστερους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους, είτε καλλιτεχνική ή ποιητική αδεία, είτε από πολιτική ανάγκη, θέτουν ακόμη ένα εμπόδιο για την ταύτιση και την ερμηνεία πολλών νομισματικών τύπων του αρχαίου κόσμου. Ποιητές και καλλιτέχνες υιοθετούν καινοτομίες και παραλλάσσουν ήδη υπάρχοντες μύθους προκειμένου να προσελκύσουν και να ικανοποιήσουν το κοινό τους με νέο υλικό. Καθώς όμως και οι δύο έχουν διαφορετική αντίληψη και βλέπουν τον μύθο από διαφορετική οπτική γωνία μεταφέρουν, ο καθένας στο κοινό του, διαφορετικές λεπτομέρειες –συχνά φανταστικές– με αποτέλεσμα να εμφανίζονται παραλλαγές μύθων στην τέχνη που δεν συνάδουν με τους παραδεδομένους μύθους στην ποίηση ή την λογοτεχνία και το αντίστροφο, και οι οποίοι σήμερα δημιουργούν πρόβλημα ως προς την ταύτιση και ερμηνεία παραστάσεων.[29]
Αυτό το πρόβλημα συναντάται και στην ερμηνεία αφηγηματικών σκηνών στα νομίσματα της Κρήτης. Πολλές είναι οι δυσερμήνευτες παραστάσεις και άγνωστες μυθολογικές σκηνές που απεικονίζονται στα κρητικά νομίσματα, όπως η νύμφη Ευρώπη καθισμένη στα κλαδιά ενός δέντρου, ο ήρωας ΠΤΟΛΙΟΙΚΟΣ της Απτέρας (Svoronos 1890, πιν. I, 7-10), ο ΒΕΛΧΑΝΟΣ της Φαιστού (Svoronos 1890, πιν. ΧΧΙΙΙ, 24-26, ΧΧIV, 1-2), το βρέφος που θηλάζεται από μια αγελάδα(;) στα νομίσματα της Πραισού (Svoronos 1890, πιν. XVII, 2) και άλλα.[30] Χαρακτηριστικότερη όλων ίσως είναι η περίπτωση του οπισθότυπου των κυδωνιακών εκδόσεων [εικ. 16] των αρχών του 2ου αι. με την παράσταση σκύλας που θηλάζει ένα βρέφος και την επιγραφή ΚΥΔΩΝ. Το βρέφος αυτό έχει ερμηνευτεί είτε ως Κύδωνας, ο επώνυμος οικιστής της πόλης, είτε ως Μίλητος, αδελφός του Κύδωνα, είτε τέλος ως κυνοτραφής Κρηταγενής Δίας, με κάθε ερμηνεία να συνοδεύεται από αρκετή επιχειρηματολογία.[31]
Παρατήρηση 8η: Δεν λείπουν τέλος από την Κρητική νομισματική εικονογραφία και οι αλληλοεπιδράσεις μεταξύ των πόλεων του νησιού, γεγονός το οποίο πηγάζει από τις συχνές ανάγκες συμμαχιών ή από θρησκευτικούς και μυθολογικούς δεσμούς μεταξύ των Κρητικών πόλεων.
Το πρώτο αυτόνομο νόμισμα της Γόρτυνας και της Φαιστού στα μέσα του 5ου αι. έφερε κοινούς τύπους, πιθανότατα προϊόν συμμαχίας των δύο πόλεων για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους.[32] Μια άλλη πιθανή νομισματική συμμαχία αντικατοπτρίζεται στους κοινούς τύπους των στατήρων και των δραχμών της Γόρτυνας [εικ. 2] και της Συβρίτου [εικ. 19] γύρω στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι.[33] Κοινή νομισματική εικονογραφία συνδέει επίσής τις πόλεις Έλυρο, Τάρρα, Λισσό και Υρτακίνα, που σχημάτισαν το Κοινό των Ορείων, γύρω στο 279-74, και πιθανότατα τις πόλεις Κάντανο και Πολυρρήνια.[34] Η Κυδωνία και η Τάνος μοιράζονται κοινές σφραγίδες εμπροσθότυπων για τις υποδιαιρέσεις τους [εικ. 20] στις αρχές του δευτέρου αι.,[35] η Κνωσός και η Γόρτυνα μοιράζονται κοινούς τύπους στα χρόνια της συμμαχίας τους κατά της Λύττου στην δεκαετία του 230, όπως κοινούς νομισματικούς τύπους βρίσκει κανείς μεταξύ των πόλεων Ελεύθερνας και Ρίθυμνας, Πολυρρήνιας και Μόδας, Αξού και Κυταίου,[36] Απτέρας και Ελεύθερνας, Κυδωνίας και Πολίχνης[37] και πιθανώς ακόμη Λύττου και Χερσονήσου.[38]
Όμως συμμαχίες και δεσμοί μεταξύ των πόλεων δεν είναι απαραίτητα οι μόνοι λόγοι για τους οποίους τα νομίσματα δύο πόλεων μπορεί να μοιράζονται ίδιους τύπους. Υπάρχουν τα τρανταχτά παραδείγματα πόλεων που ενώ απέχουν αρκετά η μία από την άλλη και χωρίς να υπάρχει καμία ένδειξη σχέσεως σε συγκεκριμένο χρόνο, χρησιμοποιούν για τα νομίσματά τους κοινούς τύπους. Χαρακτηριστικά τέτοια παραδείγματα είναι αυτά της Ελεύθερνας (Svoronos 1890, πιν. XI, 26) και της Ιεράπυτνας (Svoronos 1890, πιν. XVII, 7). Και στις δύο περιπτώσεις οι δυο πόλεις χρησιμοποιούν όχι μόνο τον ίδιο τύπο για την εικονογράφηση της εμπρόσθια όψης των νομισμάτων τους αλλά και την ίδια σφραγίδα. Αυτό το τελευταίο στοιχείο, και δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ιστορικές ενδείξεις για κάποια σχέση των δύο πόλεων, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται πιθανότατα για σφραγίδες που ταξίδεψαν και χρησιμοποιήθηκαν και στις δύο πόλεις, φέρνοντας στο προσκήνιο το θέμα των πλανόδιων χαρακτών και θέτουν θέμα αναπαραγωγής νομισματικών σφραγίδων από μια μήτρα.[39]
Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας τα κυριότερα χαρακτηριστικά της τέχνης των Κρητικών νομισμάτων μπορούμε να πούμε ότι η νομισματική τέχνη παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και αρκετές ιδιομορφίες, πάντα όμως κινούμενη μέσα στα γενικότερα πλαίσια της ελληνικής τέχνης.
Οι έντονες και συχνά απρόσμενες καλλιτεχνικές μεταπτώσεις αποτέλεσαν χαρακτηριστικό γνώρισμα των περισσότερων Κρητικών νομισματοκοπείων και έχουν δικαιολογημένα προκαλέσει την περιέργεια των μελετητών. Ωστόσο σε γενικές γραμμές η μετάβαση από τον αρχαϊσμό στην υψηλή τέχνη των ελληνιστικών χρόνων ακολούθησε κανονικούς ρυθμούς, ενώ η ελλαδική τέχνη φέρει μεγάλο μερίδιο ευθυνών όσον αφορά στην ανάπτυξη τεχνοτροπιών και στην αναπαραγωγή παραστάσεων στα κρητικά νομίσματα. Οι κρητικές πόλεις δεν ήταν αμέτοχες της καλλιτεχνικής εξέλιξης που συντελέστηκε στον χώρο της Μεσογείου. Αντίθετα ήταν ανοικτές σε πλανόδιους καλλιτέχνες, δεν απέφευγαν την υιοθεσία ή μίμηση νομισματικών τύπων τόσο γειτονικών –κρητικών– όσο και άλλων –ελληνικών– πόλεων, και εξέφραζαν συχνά την φιλοτεχνία τους με την φιλοξενία μεγάλων ελλαδίτικων έργων τέχνης στα νομίσματά τους.
Πολλές φορές όμως η υπερβολική χρήση εξωκρητικών εικονογραφικών προτύπων και σίγουρα η μίσθωση ξένων χαρακτών οδήγησε αναπόφευκτα και στην φιλοτέχνιση αφηγηματικών σκηνών που δεν μπορούσαν να εκφράσουν ιδιόμορφους τοπικούς μύθους με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις να αλλοτριωθεί η παραδοσιακή κρητική εικονογραφία. Αυτό σε συνδυασμό με τον άμετρο πολλαπλασιασμό των μυθολογικών παραλλαγών στα ελληνιστικά χρόνια συντέλεσαν στο να δημιουργούνται σήμερα δυσχέρειες στην ερμηνεία των νομισματικών τύπων.
Παραπομπές – Σημειώσεις
[1] Τα παραδείγματα είναι ενδεικτικά και σε καμία περίπτωση δεν εξαντλούν το υπάρχον υλικό.
[2] H χρονολόγηση των νομισμάτων βασίζεται στον Le Rider 1966 και είναι π.Χ., εκτός και αν σημειώνεται διαφορετικά.
[3] Stefanakis 1998, 96-104.
[4] Vagi 1996, 26.
[5] Stefanakis 1997, 94-95.
[6] Πρβλ. για παράδειγμα την κεφαλή της Αριάδνης (Svoronos 1890, πιν. XXVIII, 12) στους στατήρες της Κνωσού γύρω στο 360/50-320 (Le Rider 1966, 195), την γυναικεία κεφαλή στην εμπρόσθια όψη των στατήρων της Πραισού (Svoronos 1890, πιν. XXVIII, 12) του τέλους του 4ου –αρχών του 3ου αι. (Le Rider 1966, 197) και την Αρτέμιδα-Δίκτυννα της Χερσονήσου (Svoronos 1890, 49-50, αρ. 4-10, πιν. III, 20-26), η οποία χρονολογείται στα χρόνια 330-280/70 (Le Rider 1966, 197-8).
[7] Πρβλ. για παράδειγμα τα αργυρά ημίδραχμα του 4ου αι. από την Χαλκίδα (BMC Central Greece, πιν. XX, 10-11), τα νομίσματα της Εύβοιας των μέσων του 4ου αι. (BMC Central Greece, πιν. XVII, 5-7), τους ασημένιους στατήρες της Αχαΐας στα χρόνια 370-60 (LIMC II, Artemis, 842a), ή τα νομίσματα των Οπουντίων Λοκρών του 4ου αι. (BMC Central Greece, πιν. I, 3-11).
[8] LPGN I, 326 s.n. NΕΥΑΝΤΟΣ. LPGN I, 393-4 s.n. ΠΥΘΟΔΩΡΟΣ. Βλ. επίσης Le Rider 1966, 36, 198; 114, 198. Mørkholm 1991, 89.
[9] Για τον τύπο βλ. Λάμπρος 1891, πιν. 16, 8; BMC, Peloponnesus, πιν. XXXVI, 7. Επίσης γενικά για τη νομισματοκοπία του Φενεού S. Schultz, “Die Staterpraegung von Pheneos”, SNR 71, 1992, 47-74.
[10] Λάμπρος 1891, πιν. 15, 12; BMC, Peloponnesus, πιν. XXXVII, 4; LIMC II, Artemis, 827.
[11] Λάμπρος 1891, πιν. 10, 1; BMC, Peloponnesus, pl. XXII, 1.
[12] Για τον τύπο της Αρέθουσας βλ. G.F. Hill, Coins of ancient Sicily, 1903, πιν. V, 16-7; G.K. Jenkins, Coins of Greek Sicily, London, 1966, 58, εικ. 71, 61, εικ. 77. Για τις πιθανές επιδράσεις που έχει δεχτεί η κεφαλή της Αριάδνης των κνωσιακών στατήρων από την Αρέθουσα των Συρακουσών βλ. Kraay 1967, 52-53 και Le Rider 1966, 175.
[13] Ο Van Effenterre (1948, 113) θεωρεί το Νεύαντο ξένο, μη κρητικό. Θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον αν ο Πυθόδωρος μπορούσε να ταυτιστεί με κάποιον από τους ομώνυμους καλλιτέχνες που εντοπίζονται στον ύστερο 4ο και πρώιμο 3ο αιώνα στις περιοχές της Πελοποννήσου και Μεγάλης Ελλάδας (LPGΝ IIIΑ), ή ακόμα στην Αττική (LPGΝ II) ή την Κεντρική Ελλάδα (LPGΝ IIIB). Το θέμα χρειάζεται ιδιαίτερη μελέτη και δεν απασχολεί την παρούσας εργασίας.
[14] Mørkholm 1991, 88-9; van Effenterre 1948, 113. Βλ. επίσης τις απόψεις του Vagi 1996. Μια πρώτη προσπάθεια προς την διερεύνηση των σχέσεων των εικονογραφικών τύπων των κρητικών νομισμάτων με τύπους από τον υπόλοιπο Ελληνικό κόσμο έγινε από τον Τασούλα 1994.
[15] Γενικά για την αποτύπωση γλυπτών έργων στα νομίσματα βλ. L. Lacroix, “Les statue de la Gréce ancienne et la témoignage des monnaies”, BCH 70, 1946, 288-298. Idem, La reproduction de statues sur les monnaies grecques, Liege 1949, 309-310.
[16] Για τον τύπο του λυσίππιου Ερμή που δένει το σανδάλι του βλ. Moreno 1995, 236-241. Για την χρήση του τύπου από άλλα νομισματοκοπεία (κυρίως μ.Χ. χρόνων) βλ. Moreno 1995, 241.
[17] S. Lattimore, “Lysippian sculpture on Greek coins”, California Studies in Classical Antiquity 5, 1972, 147-152. Για τον τύπο του Ηρακλή που μάχεται με την Λερναία Ύδρα, έργο του Λυσίππου βλ. Moreno 1995, 365-369
[18] Βλ. Moreno 1995, 97-102, εικ. 4.13.1 για τον πύκτη του Λυσίππου. Επίσης Moreno 1995, 281-88, εικ. 4.41 για τον σκεπτόμενο Ηρακλή
[19] Αξίζει να σημειωθεί ότι από την Πραισό προέρχεται και μια πήλινη ανάγλυφη πλάκα των μέσων του 6ου αι. με τον ίδιο τύπο Ηρακλή. Βλ. J. Boardman, The Cretan Collection in Oxford. The Dictaean Cave and Iron Age Crete, Oxford 1961, 117, αρ. 508, πιν. 42.
[20] Για τον τύπο βλ. M.J. Price, The coinage in the name of Alexander the Great and Philip Arrhidaeus, Zurich-London, 1991.
[21] βλ Vagi 1996, 22-3 που προτείνει μια επιρροή από την Σικυώνα για τα πρώιμα χρυσά νομίσματα της Λισού, και επιρροές από την Ολυμπία για τις κεφαλές του Δία στα νομίσματα Πολυρρηνίας και Ελεύθερνας και άλλα πολλά.
[22] Stefanakis 1997, 58-74, 112-118, 204-208. M.I. Stefanakis “The introduction of monetary economy and the beginning of local minting in Crete”, A. Chaniotis (ed.) From Minoan Farmers to Roman Traders. Sidelights on the Economy of Ancient Crete, Stuttgart 1999, 251-258. Robinson 1928, 172-198.
[23] Βλ. J. Svoronos, “Britomartis. La soi-disant Europa sur le platane de Gortyne”, RBN 1894, 144-45, για την αναπαραγωγή του τύπου της Αργείας Ήρας στα νομίσματα της Τυλίσσου.
[24] Για τις χάλκινες υποδιαιρέσεις της Τυλίσσου με Αργείτικους τύπους βλ. Le Rider 1966, 178-9, σημ. 5. Jenkins 1949, 51, αρ. 81, πιν. VII. Για τις αντίστοιχες χάλκινες υποδιαιρέσεις της Λύττου με Αργείτικους τύπους βλ. Jenkins 1949, 49, αρ. 70-71, πιν. VII.
[25] Stefanakis 1997, 193-95, 238. Stefanakis 2000, 79-81. Για το ιστορικό πλαίσιο των σχέσεων Κυδωνίας και Ρώμης βλ. S. Kreuter, “Die Beziehungen zwischen Rom und Kreta vom beginn des zweiten Jahrhunderts v. Chr. bis zur Einviclung der Roemischn Provinz”, in Ch. Schubert et al. (eds), Rome und der griechische Osten, Festschrift fόr H.H. Schmitt zum 65 Geburtstag, Stuttgart 1995, 135-6; S. Spyridakis, “The Roman involvement in Crete”, Cretica Selecta. Studies on ancient Crete, 1992, 132 [reprint from Kretologia, 1979].
[26] Stefanakis 1997, 261-65. Metenidis, N., “Artemis Ephesia: The political significance of the Metellus-coins”, in W.G. Cavanagh and M. Curtis (eds), Post-Minoan Crete: Proceedings of the Colloquium organised by the British School at Athens and the Institute of Archaeology, University of London, November 1995, BSA Studies Series 2, 1998, 118-120. Για την άποψη που θέλει τα νομίσματα αυτά να έχουν κοπεί από ασήμι που πρόσφερε ο Λούκουλλος στους κρητικούς προκειμένου να τους πάρει με το μέρος της Ρώμης βλ. G. Le Rider, “Une groupe de monnaies cretoises á type athéniens”, Humanism Actif. Mélanges d’ Art et de Littérature Offerts à Julien Cain, Paris 1968, 313-335 και J.A.W. Warren, “The achaian league, Sparta, Lucullus: Some Hellenistic coinages”, Χαρακτήρ. Αφιέρωμα στη Μάντω Οικονομίδου, Δημοσιεύματα του ΑΔ 57, Athens, 1996, 297-307.
[27] M.I. Stefanakis “Ptolemaic coinage and Hellenistic Crete”, Κρήτη και Αίγυπτος. Πολιτισμικοί Δεσμοί Τριών Χιλιετιών, Ηράκλειο 2000, 204 µe όλη την προγενέστερη βιβλιογραφία, καθώς και άλλους κρητικούς νομισματικούς τύπους με πιθανές επιρροές από πτολεμαϊκά πρότυπα.
[28] Stefanakis 2000, 87.
[29] Stefanakis 2000, 86-87.
[30] Stefanakis 2000, 86
[31] Stefanakis 2000, 83-84.
[32] Stefanakis 1998, 101. Svoronos 1888, 380; E., Kirsten, Das Dorische Kreta. Die Insel Kreta im fünften und vierten Jahrhundert, Chicago 1942, 31-2; Le Rider 1966, 162-72.
[33] Stefanakis 1998, 101. Guarducci, M., “La presunta leggenda Tisyroi nelle monete di Gortyna”, Archeologia Classica, 1, 1949, 172-6; Le Rider 1966, 160-2.
[34] M.I. Στεφανάκης, “Πολυρρήνια, Όρειοι και Κάνδανος. Μια σχέση του δευτέρου μισού του τρίτου αιώνα π.Χ.”, Πεπραγμένα του Η’ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ηράκλειο 1996, Ηράκλειο 2000, τ. Α3, 249-261 με όλη την τελευταία βιβλιογραφία. Για τα νομίσματα του Κοινού των Ορείων βλ. επίσης J. Svoronos, “Monnaies Crètoises inedites et incertaines”, RN 6, 1888, 382-386. Για την ιστορία του Κοινού βλ. Εμμ. Μικρογιαννάκης Η Κρήτη κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους. Αι πολιτικαί ιδία σχέσεις της νήσου μετ’ άλλων πόλεων ή κρατών, Athens, 1967, 66-72; ιδίου, “Η χρονολόγηση της συνθήκης Rehm Delphinion 140”, Πεπραγμένα του Β’ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Χανιά 1966, Athens 1968, Ι, 133-4; ιδίου, “Όρειοι της Κρήτης στην Λακωνία”, Αρχαιογνωσία 3, 1982-4, 115-20. A. Chaniotis, Die Verträge zwischen kretischen Poleis in der hellenistischen Zeit, Stuttgart, 1996, 421-22.
[35] Seager 1924, 19, πιν. VI-VII. Stefanakis 1997, 287-9
[36] Stefanakis 1998, 96-104.
[37] Stefanakis 1996, 152-156.
[38] Svoronos 1888, 380.
[39] Το συγκεκριμένο θέμα έχει επισημανθεί από τους L. Robert, Villes d’ Asie Mineure, Paris 19622, 376-7, Le Rider 1966, 52, σημ. 4, Τασούλας 1994, 15-6. Τις παραμέτρους του φαινομένου και τις πιθανές ερμηνείες του στην Κρήτη συζητά διεξοδικά ο Ν. Μετενίδης στην εργασία του με τίτλο “Τυπολογία ‘συμμαχικών’ νομισμάτων κρητικών πόλεων”, ανακοίνωση στο Θ’ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο (υπό δημοσίευση).
Συντομογραφίες–Βιβλιογραφία
BMC: Catalogue of Greek Coins in the British Museum, London 1873-1927.
BMC Central Greece: B.V. Head, BMC 8, Central Greece, London 1884.
BMC Crete: W. Wroth, BMC 9, Crete and the Aegean Islands, London 1886.
BMC Peloponnesus: P. Gardner, BMC 10, Peloponnesus, London 1887.
Chapman 1968: A. Chapman, “Some first century BC bronze coins from Crete”, NC 1968, 16-26.
Jenkins 1949: G.K. Jenkins, “The Cameron collection of cretan coins”, NC 1949, 36-56.
Kraay 1976: C.M. Kraay, Archaic and Classical Greek Coins, London 1976
Le Rider 1966: Le Rider, Georges, Monnaies Crétoises du Ve au Ier Siècle av. J-C, Ecole Française d’ Athènes, Études Crétoises 15, Paris1966.
LGPN: P.M. Fraser and E. Matthews, Lexicon of Greek Personal Names I-ΙΙΙΒ, Oxford 1987-2000.
LIMC: Lexicon Iconographicum Mythologiae Classicae, Zűrich and Műnchen 1981-.
Moreno 1995: P. Moreno, “Opere di Lisippo”, P. Moreno et al., Lisippo. L’ Arte e la Fortuna, Roma 1995, 46-288.
Mørkholm 1991: O. Mørkholm, Early Hellenistic Coinage from the accession of Alexander to the peace of Apamea (336-188), Cambridge 1991.
Robinson 1928: Ε.S.G. Robinson, “Pseudaeginetica”, NC 1928, 172-198.
Stefanakis 1996: M.I. Stefanakis, “Polichne”, Μemory Martin Jessop Price, Library of the Hellenic Numismatic Society 5, Athens 1996, 152-156.
Stefanakis 1997: M.I. Stefanakis Studies in the coinages of Crete with particular reference to Kydonia, Ph.D., UCL/University of London 1997.
Stefanakis 1998: M.I. Stefanakis, “A mid-fourth century BC alliance coinage on Crete? The case of Kytaion reassessed”, in W.G. Cavanagh and M. Curtis (eds.), Post-Minoan Crete: Procceedings of the Colloquium organised by the BSA and the I of A, University College London, November 1995, BSA Studies Series 2, London 1998, 96-104.
Stefanakis 2000: M.I. Stefanakis, “Kydon the oikist or Zeus Kretagenes Kynotraphes? The problem of interpreting Cretan coin-types”, ΕΥΛΙΜΕΝΗ 1, 2000, 63-73.
Svoronos 1890: J. Svoronos, Numismatique de la Crète Αncienne, Macon 1890.
Τασούλας 1994: Γ. Τασούλας, Μυθολογικές Παραστάσεις στα Κρητικά Νομίσματα των Κλασικών και Ελληνιστικών Χρόνων, (Μ.Δ.Ε.), Παν/μιο Κρήτης 1994.
Vagi 1996: D.L. Vagi, “The ancient coinage of Crete” The Celator 10.4, April 1996, 26-7 και 10.5, May 1996, 22-3.
Van Effenterre 1948: H. van Effenterre, La Crète et le Μonde Grec de Platon á Polybe, Paris 1948.
Λάμπρος 1891: I.Π. Λάμπρος, Αναγραφή των νομισμάτων της Κυρίως Ελλάδος. Πελοπόννησος, 1891.
Κατάλογος εικόνων
[εικ. 1] Γόρτυνα (Le Rider 1966, πιν. ΧΙ, 10)
[εικ. 2] Γόρτυνα (Svoronos 1890, πιν. ΧΙΙΙ, 8)
[εικ. 3] Μόδα (Le Rider 1966, πιν. ΧΧΧΙ, 16)
[εικ. 4] Πολυρρήνια (Svoronos 1890, πιν. XXV, 23)
[εικ. 5] Κυδωνία (Svoronos 1890, πιν. ΙΧ, 4)
[εικ. 6] Κυδωνία (Svoronos 1890, πιν. ΙΧ, 5)
[εικ. 7] Κυδωνία -Νεύαντος (Giessen Münzhandlung (D. Gorny), auction-sale catalogues, Munich, 62, 20.iv.1993, 209.)
[εικ. 8] Απτέρα -Πυθόδωρος (Bank Leu AG, Numismatische Abteilung, auction-sale catalogues, Zürich, 81, 16.05.2001, 231)
[εικ. 9] Πολυρρήνια –Πυθόδωρος (Le Rider 1966, πιν. ΧΧVΙΙΙ, 19)
[εικ. 10] Σύβριτος (Le Rider 1966, πιν. XXXIII, 22)
[εικ. 11] Πραισός (Svoronos 1890, XXVII, 9)
[εικ. 12] Αλλαρία (Svoronos 1890, I, 2)
[εικ. 13] Χερσόνησος (Le Rider 1966, πιν. ΧXVIΙ, 23)
[εικ. 14] Πραισός (Svoronos 1890, πιν. XXVII, 27)
[εικ. 15] Κνωσός (Svoronos 1890, πιν. VI, 6)
[εικ. 16] Κυδωνία (Svoronos 1890, πιν. ΙΧ, 23)
[εικ. 17] Γόρτυνα (Svoronos 1890, πιν. XIV, 19)
[εικ. 18] Γόρτυνα (Svoronos 1890, πιν. XIV, 17)
[εικ. 19] Σύβριτος (Svoronos 1890, πιν. XΙII, 4)
[εικ. 20] Κυδωνία (Seager 1924, πιν. VI, O:51)<
[εικ. 21] Τάνος (Seager 1924, πιν. VI, O:53)
Εικόνες
Αρχική έκδοση: «Η τέχνη και οι καλλιτέχνες των Κρητικών νομισμάτων», Κρητική Εστία 9, 2002, 43-57.
© 2002 Μανόλης Ι. Στεφανάκης